31.3.07

Μάο Τσε Τουνγκ: Εναντίον του Φιλελευθερισμού

*Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975
7 Σεπτεμβρίου 1937
Υποστηρίζουμε την ενεργητική ιδεολογική πάλη, γιατί αυτή είναι το όπλο με το οποίο στερεώνουμε τις κομματικές γραμμές και τις επαναστατικές οργανώσεις και τις κάνουμε αξιόμαχες. Κάθε κομμουνιστής και επαναστάτης οφείλει να χρησιμοποιεί το όπλο αυτό.
Αλλά ο φιλελευθερισμός αντιτίθεται στον ιδεολογικό αγώνα και υποστηρίζει την χωρίς αρχές ειρήνη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός παρακμασμένου, και χυδαίου στυλ δουλειάς σε ορισμένες ομάδες και άτομα που έχουν αρχίσει να εκφυλίζονται πολιτικά.
Ο φιλελευθερισμός εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους.

Παρά το γεγονός ότι ξέρουμε καλά πως το πρόσωπο που έχει σχέση με κάποιο ζήτημα έχει λάθος, επειδή είναι παλιός γνωστός, συμπολίτης, συμμαθητής, επιστήθιος φίλος, κάποιος που αγαπούμε, παλιός συνάδελφός ή παλιός καθοδηγούμενός μας, δεν διαφωνούμε μαζί του στη βάση των αρχών αλλά αφήνουμε τα πράγματα να περνάνε χωρίς να δίνουμε σημασία για να έχουμε την ησυχία μας και τη φιλία του. Ή πιάνουμε το ζήτημα απαλά για να πετύχουμε γύρω μας την αρμονία. Το αποτέλεσμα είναι να βλάψουμε την οργάνωση όπως και το συγκεκριμένο άτομο. Αυτός είναι ο πρώτος τύπος.

Να παραδινόμαστε στην ανεύθυνη κριτική ιδιωτικά χωρίς να κάνουμε τις θετικές μας προτάσεις στην οργάνωση. Να μη λέμε τίποτα μπροστά στους άλλους, αλλά να τους κουτσομπολεύουμε πίσω από την πλάτη τους, ή να μη λέμε τίποτα σε μια συγκέντρωση αλλά να κουτσομπολεύουμε μετά. Να μην ενδιαφερόμαστε για την αρχή της συλλογικής ζωής αλλά μόνο για την αδιόρθωτη αυτοεπανάπαυση. Αυτός είναι ο δεύτερος τύπος.

Πράγματα που δεν είναι προσωπικά να τα φυλάμε για τον εαυτό μας. Να λέμε όσο το δυνατόν λιγότερα για πράγματα που ξέρουμε καλά πως κάνουμε λάθος. Να προσέχουμε να φυλάμε τον εαυτό μας και να νοιαζόμαστε μόνο να αποφεύγουμε τις επιπλήξεις. Αυτός είναι ο τρίτος τύπος.

Να μην εφαρμόζουμε τις διαταγές και να βάζουμε τις προσωπικές μας απόψεις πάνω απ’ όλα. Να απαιτούμε ειδική μεταχείριση από την οργάνωση και να απορρίπτουμε την πειθαρχία σ’ αυτήν. Αυτός είναι ο τέταρτος τύπος.

Να χρησιμοποιούμε τις συζητήσεις ενάντια σε λαθεμένες απόψεις όχι προς το συμφέρον της στερέωσης των γραμμών μας, της προόδου και της βελτίωσης της δουλειάς, αλλά προς χάρη της προσωπικής επίθεσης του ξεσπάσματος των νεύρων μας, της έκφρασης του προσωπικού μας παράπονου ή της αναζήτησης μιας ανταπόδοσης. Αυτός είναι ο πέμπτος τύπος.

Να μη συζητάμε τις λαθεμένες απόψεις μόλις τις ακούμε και ακόμα να μην αναφέρουμε αντεπαναστατικές απόψεις μόλις τις μαθαίνουμε αλλά να τις ανεχόμαστε ήρεμα σα να μην έγινε τίποτε. Αυτός είναι ο έκτος τύπος.

Να μην χρησιμοποιούμε την προπαγάνδα και την κίνηση των ιδεών, μα μη μιλάμε και να μη κάνουμε έρευνες και αναζητήσεις, ανάμεσα στις μάζες, αλλά να τις αφήνουμε μόνες τους, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για την ευτυχία τους και την δυστυχία τους. Να ξεχνάμε πως είμαστε Κομμουνιστές και να συμπεριφερόμαστε σαν ένας Κομμουνιστής να είναι ένα κοινό πρόσωπο. Αυτός είναι ο έβδομος τύπος.

Να μην αισθανόμαστε αγανάκτηση για πράξεις επιζήμιες για το συμφέρον των μαζών, μα μην αποτρέπουμε ή να μην σταματάμε αυτόν που είναι υπεύθυνος γι’ αυτές τις πράξεις και να τον επιπλήττουμε, αλλά να τον αφήνουμε να συνεχίζει. Αυτός είναι ο όγδοος τύπος.

Να δουλεύουμε με μισή καρδιά χωρίς καθορισμένο σχέδιο ή κατεύθυνση. Να δουλεύουμε απρόθυμα και να αφήνουμε τα πράγματα να παραπαίουν: «ακόμα μια μέρα πέρασε». Αυτός είναι ο ένατος τύπος.

Να θεωρούμε τον εαυτό μας σα να έχει επιτελέσει πολύ αξιόλογες υπηρεσίες και να παίρνουμε τον αέρα του βετεράνου. Να είμαστε ανίκανοι να κάνουμε μεγάλα πράγματα και όμως να περιφρονούμε μικρότερα καθήκοντα. Να είμαστε αμελείς στη δουλειά και χαλαροί στη μελέτη. Αυτός είναι ο δέκατος τύπος.

Να ξέρουμε τα λάθη μας, όμως να μην κάνουμε καμιά προσπάθεια να τα διορθώσουμε και να υιοθετούμε φιλελεύθερη στάση στον εαυτό μας. Αυτός είναι ο ενδέκατος τύπος.

Μπορούμε να ονομάσουμε μερικούς ακόμα. Αλλά αυτοί οι έντεκα είναι οι κυριότεροι τύποι.
Αυτές είναι εκδηλώσεις φιλελευθερισμού.
Στις επαναστατικές οργανώσεις ο φιλελευθερισμός είναι εξαιρετικά επιζήμιος. Είναι μια διαβρωτική ουσία που καταλύει την ενότητα, υπονομεύει τη συνοχή των γραμμών μας, εισάγει την αδράνεια και δημιουργεί διχόνοια. Αποστερεί τις επαναστατικές τάξεις από την συμπαγή οργάνωση και την αυστηρή πειθαρχία. Παρεμποδίζει την πλήρη εφαρμογή της πολιτικής και απομονώνει τις οργανώσεις του κόμματος από τις μάζες που είναι κάτω από την ηγεσία του. Είναι μια εξαιρετικά κακή στάση.
Ο φιλελευθερισμός ξεκινάει από τον ατομισμό της μικροαστικής τάξης που βάζει τα προσωπικά συμφέροντα μπροστά και τα συμφέροντα της επανάστασης, σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας έτσι έδαφος στον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό φιλελευθερισμό.
Οι φιλελεύθεροι βλέπουν τις αρχές του μαρξισμού σαν αφηρημένα δόγματα. Εγκρίνουν το μαρξισμό, αλλά δεν είναι έτοιμοι να τον κάνουν πράξη ή να τον κάνουν πράξη ολοκληρωτικά. Δεν είναι διατεθειμένοι να αντικαταστήσουν τον φιλελευθερισμό τους με τον μαρξισμό. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν το μαρξισμό για τους άλλους αλλά τον φιλελευθερισμό για τον εαυτό τους. Στις αποσκευές τους κουβαλάνε και τον ένα και τον άλλο και για τον καθένα βρίσκουν τον τρόπο να τον χρησιμοποιήσουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο δουλεύει το μυαλό ορισμένων ανθρώπων.
Ο φιλελευθερισμός είναι μια εκδήλωση οππορτουνισμού και αντιτίθεται ριζικά στο μαρξισμό. Είναι παθητικό στο χαρακτήρα και αντικειμενικά φέρνει αποτελέσματα που βοηθάνε τον εχθρό. Έτσι ο εχθρός χαιρετίζει τη διατήρησή του ανάμεσά μας. Επειδή είναι τέτοια η φύση του δεν πρέπει να υπάρχει θέση γι’ αυτόν στις επαναστατικές τάξεις.
Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το ενεργητικό πνεύμα του μαρξισμού για να ξεπεράσουμε το φιλελευθερισμό με την παθητικότητά του. Ένας Κομμουνιστής πρέπει να είναι ειλικρινής, πιστός και ενεργητικός, να βλέπει τα συμφέροντα της επανάστασης σαν την ίδια τη ζωή του και να υποτάσσει τα προσωπικά του συμφέροντα στα συμφέροντα της επανάστασης. Πρέπει πάντα και παντού, να προσηλώνεται στις σωστές αρχές και να ασκεί ακούραστη πάλη ενάντια στις λαθεμένες ιδέες και πράξεις, έτσι ώστε να τίθεται αλληλέγγυος στη συλλογική ζωή του Κόμματος και να δυναμώνει τους δεσμούς ανάμεσα στο Κόμμα και στις μάζες. Και πρέπει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τους άλλους παρά για τον εαυτό του. Μόνο έτσι μπορεί να λέγεται Κομμουνιστής.
Όλοι οι πιστοί, τίμιοι, ενεργητικοί και σταθεροί Κομμουνιστές πρέπει να ενωθούν και να αντισταθούν στις φιλελεύθερες τάσεις που δείχνονται από ορισμένους ανθρώπους ανάμεσά μα, και να τους στρέψουν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Αυτό είναι ένα από τα καθήκοντά μας στο ιδεολογικό μέτωπο.

18.3.07

Μάο Τσε - Τουνγκ: Μια σπίθα μπορεί ν' ανάψει φωτιά στον κάμπο

(5 Ιανουαρίου 1930)

Το κείμενο αυτό είναι μια επιστολή που έγραψε ο σ. Μάο Τσε – τουνγκ για να κριτικάρει ορισμένες πεσιμιστικές αντιλήψεις που υπήρχαν τότε στο Κόμμα. Όλο το κείμενο και τα σχόλια είναι από την έκδοση "Μάο Τσε Τουνγκ, εκλογή έργων 1926-1937" Ιστορικές Εκδόσεις Αθήνα 1967. Μετάφραση Κ. Γεωργίου - Ρ. Οικονόμου.

Ορισμένοι σύντροφοί μας μέσα στο Κόμμα, δεν κρίνουν με ορθό τρόπο την τρέχουσα κατάσταση και δεν αντιλαμβάνονται σωστά τη γραμμή δράσης που απορρέει απ’ αυτή. Αν και οι σύντροφοι αυτοί πιστεύουν, πως είναι αναπόφευκτη μια επαναστατική πλημμυρίδα, δεν πιστεύουν πως είναι άμεσα επικείμενη. Γι’ αυτό, δεν επιδοκιμάζουν την κατάληψη του Κιανγκσί και επιδοκιμάζουν μόνο την οργάνωση ανταρτικών επιδρομών στην μεθοριακή περιοχή των επαρχιών Φουκιέν, Κβαντούνγκ και του Κιανγκσί. Ταυτόχρονα, καθώς δεν αντιλαμβάνονται βαθιά τι σημαίνει να εγκαθιδρύσουμε κόκκινη πολιτική εξουσία στις αντάρτικες περιοχές, οι σύντροφοι αυτοί δεν αντιλαμβάνονται βαθιά την ιδέα της επιτάχυνσης της επαναστατικής πλημμυρίδας σε πανεθνική κλίμακα με την εδραίωση και την εξάπλωση της κόκκινης πολιτικής εξουσίας. Νομίζουν φαίνεται πως αφού η επαναστατική πλημμυρίδα είναι ακόμα μακριά, θα είναι χαμένος κόπος να προσπαθήσουμε να εγκαθιδρύσουμε πολιτική εξουσία με σκληρή δουλειά. Αντίθετα, θέλουν να εξαπλώσουμε την πολιτική επιρροή μας με την ευκολότερη μέθοδο της δράσης των μετακινούμενων ανταρτών, και, όταν θα έχουμε κερδίσει ή θα έχουμε κερδίσει ως κάποιο βαθμό τις μάζες σε όλη την χώρα, θέλουν να εξαπολύσουμε μια πανεθνική ένοπλη εξέγερση που, με τη συμμετοχή του Κόκκινου Στρατού, θα γίνει μια μεγάλη πανεθνική επανάσταση.

Η θεωρία τους, ότι πρέπει πρώτα να κερδίσουμε τις μάζες σε πανεθνική κλίμακα και σε όλες τις περιοχές και ύστερα να εγκαθιδρύσουμε πολιτική εξουσία, δεν είναι σύμφωνη με τη σημερινή κατάσταση της κινέζικης επανάστασης. Η θεωρία αυτή πηγάζει κυρίως από την αδυναμία να κατανοήσουν καθαρά ότι η Κίνα είναι μια μισοαποικιακή χώρα που γι’ αυτήν αντιμάχονται πολλές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Όταν το καταλάβει κανείς καλά αυτό, γιατί μόνο στην Κίνα υπάρχει το ασυνήθιστο φαινόμενο του μακρόχρονου και περίπλοκου πολέμου μέσα στις κυρίαρχες τάξεις, γιατί ο πόλεμος αυτός γίνεται συνεχώς πιο άγριος και εξαπλώνεται περισσότερο και γιατί δεν υπήρξε ποτέ ένα ενιαίο καθεστώς. Δεύτερο, θα καταλάβει τη μεγάλη σοβαρότητα του αγροτικού προβλήματος και κατά συνέπεια, γιατί οι αγροτικές εξεγέρσεις έχουν πάρει σήμερα μια πλατειά ανάπτυξη σ’ όλη τη χώρα. Τρίτο, θα καταλάβει πόσο σωστό είναι το σύνθημα για δημοκρατική πολιτική εξουσία των εργατών και των αγροτών. Τέταρτο, θα καταλάβει ένα άλλο ασυνήθιστο φαινόμενο, που και αυτό δεν υπάρχει έξω από την Κίνα, και το οποίοι είναι συνέπεια του πρώτου (ότι μόνο στην Κίνα υπάρχει ο μακρόχρονος και περίπλοκος πόλεμος μέσα στις κυρίαρχες τάξεις), συγκεκριμένα, την ύπαρξη και την ανάπτυξη του Κόκκινου Στρατού και των αντάρτικων δυνάμεων, και μαζί μ’ αυτούς την ύπαρξη και την ανάπτυξη των μικρών κόκκινων περιοχών, που είναι περικυκλωμένες από το αντεπαναστατικό καθεστώς. Πέμπτο, θα καταλάβει ότι στη μισοαποικιακή Κίνα, η εδραίωση και η ανάπτυξη του Κόκκινου Στρατού, των αντάρτικων δυνάμεων και των κόκκινων περιοχών, είναι η ανώτατη μορφή του αγώνα των αγροτών κάτω από την ηγεσία του προλεταριάτου, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάπτυξης του αγώνα των μισοαποικιακών αγροτών και, αναμφίβολα, ο σημαντικότερος παράγοντας στην επιτάχυνση της επαναστατικής πλημμυρίδας σε όλη τη χώρα. Και, έκτο, θα καταλάβει ακόμα πως η πολιτική που καλεί μόνο για δράση μετακινούμενων ανταρτών δεν μπορεί να εκπληρώσει το καθήκον της επιτάχυνσης αυτής της πανεθνικής επαναστατικής πλημμυρίδας, ενώ το είδος της πολιτικής που υιοθέτησαν ο Τσου Τεχ και ο Μάο Τσε – τουνγκ, καθώς και ο Φανγκ Τσιχ – μιν (1) δηλαδή, η πολιτική της δημιουργίας περιοχών βάσεων ερεισμάτων, της συστηματικής εγκαθίδρυσης πολιτικής εξουσίας, του βαθέματος της αγροτικής επανάστασης, την ανάπτυξης των ένοπλων δυνάμεων του λαού με μια μελετημένη διαδικασία, της δημιουργίας πρώτα της Κόκκινης Πολιτοφυλακής των κοινοτήτων, κατόπιν της Κόκκινης Πολιτοφυλακής των περιοχών, ύστερα των τοπικών στρατευμάτων του Κόκκινου Στρατού, μέχρι τη δημιουργία του τακτικού Κόκκινου Στρατού, της επέκτασης της πολιτικής εξουσίας προελαύνοντας κατά αλλεπάλληλα κύματα κλπ – είναι αναμφίβολα σωστή. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να εμπνεύσουμε την εμπιστοσύνη στις επαναστατικές μάζες της χώρας, όπως το έχει κάνει η Σοβιετική Ένωση σε όλο τον κόσμο. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τρομερές δυσκολίες στις αντιδραστικές άρχουσες τάξεις, να κλονίσουμε τα θεμέλιά τους και να επιταχύνουμε της εσωτερική τους αποσύνθεση. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε πραγματικά να δημιουργήσουμε έναν Κόκκινη Στρατό, που θα γίνει το κύριο όπλο για τη μεγάλη επανάσταση στο μέλλον. Με λίγα λόγια, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επισπεύσουμε την επαναστατική πλημμυρίδα.

Οι σύντροφοι που πάσχουν από επαναστατική ορμητικότητα, υπερεκτιμούν υπερβολικά τις υποκειμενικές δυνάμεις της επανάστασης (2) και υποτιμούν τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Μια τέτοια εκτίμηση πηγάζει κυρίως από τον υποκειμενισμό. Τελικά, αυτό οδηγεί οπωσδήποτε στον πραξικοπηματισμό. Από την άλλη πλευρά, η υποτίμηση των υποκειμενικών δυνάμεων της επανάστασης και η υπερεκτίμηση των δυνάμεων της αντεπανάστασης αποτελεί κι αυτό μια λαθεμένη εκτίμηση και είναι βέβαιο, πως θα έχει ενός άλλου είδους άσχημα αποτελέσματα. Γι’ αυτό, για να κρίνουμε την πολιτική κατάσταση στην Κίνα είναι απαραίτητο να καταλάβουμε τα παρακάτω:
1. Αν και οι υποκειμενικές δυνάμεις της επανάστασης στην Κίνα είναι τώρα αδύνατες, το ίδιο αδύνατες είναι και όλες οι οργανώσεις (όργανα πολιτικής εξουσίας, ένοπλες δυνάμεις, πολιτικά κόμματα κλπ) των αντιδραστικών κυρίαρχων τάξεων, που μένουν, όπως και αυτές, στην καθυστερημένη και εύθραυστη κοινωνική οικονομική συγκρότηση της Κίνας. Αυτό μας βοηθάει να εξηγήσουμε, γιατί η επανάσταση δεν μπορεί να ξεσπάσει ταυτόχρονα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου, αν και οι υποκειμενικές δυνάμεις της επανάστασης είναι τώρα ίσως κάπως ισχυρότερες παρά στην Κίνα, οι δυνάμεις των αντιδραστικών κυρίαρχων τάξεων είναι πολλές φορές ισχυρότερες παρά στην Κίνα. Και αυτό βοηθάει ακόμη να εξηγήσουμε γιατί η επανάσταση, θα προχωρήσει σίγουρα, γρηγορότερα σε μια πλημμυρίδα στην Κίνα, γιατί, αν και οι υποκειμενικές δυνάμεις της επανάστασης στην Κίνα είναι σήμερα αδύνατες, ωστόσο και οι δυνάμεις της αντεπανάστασης είναι και αυτές σχετικά αδύνατες.
2. Οι υποκειμενικές δυνάμεις της επανάστασης πραγματικά είχαν πολύ εξασθενίσει μετά την ήττα της επανάστασης το 1927. Οι δυνάμεις που απέμειναν είναι πολύ μικρές και οι σύντροφοι εκείνοι που κρίνουν μόνον επιφανειακά, αισθάνονται φυσικά απαισιόδοξα. Αλλά αν κρίνουμε κατά λάθος τα πράγματα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα παλιό κινέζικο ρητό: «Μια μονάχα σπίθα μπορεί ν’ ανάψει φωτιά σ’ όλον τον κάμπο». Με άλλα λόγια, αν και οι δυνάμεις μας σήμερα είναι μικρές, θα μεγαλώσουν πολύ γρήγορα. Στις συνθήκες που επικρατούν στην Κίνα, όχι μόνο είναι δυνατή η ανάπτυξή του, αλλά πραγματικά είναι αναπόφευκτη, όπως το έχουν αποδείξει πέρα για πέρα το Κίνημα της 30ης Μάη και η Μεγάλη Επανάσταση που ακολούθησε. Όταν παρατηρούμε ένα πράγμα, πρέπει να εξετάζουμε την ουσία του και να θεωρούμε την εξωτερική του εκδήλωση σαν ένα οδηγό κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στο κατώφλι, γιατί πέρα απ’ αυτό βρίσκεται η ουσία του πράγματος. Αυτή είναι η μόνη σίγουρη και επιστημονική μέθοδος ανάλυσης των πραγμάτων.
3. Το ίδιο, όταν εκτιμάμε τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, δεν πρέπει ποτέ να βλέπουμε μόνο την εξωτερική τους μορφή, αλλά να εξετάζουμε την ουσία τους. Στην αρχική περίοδο της ύπαρξης της επαναστατικής βάσης μας, στη μεθοριακή περιοχή του Χουνάν-Γιανγκσί, μερικοί σύντροφοι πίστευαν αληθινά στη λαθεμένη εκτίμηση που έκανε η Επιτροπή Περιοχής του Χουνάν και θεωρούσαν πως ο ταξικός εχθρός δεν αξίζει πεντάρα. Οι δυο χαρακτηρισμοί «τρομερά εξασθενημένος» και «τρομερά πανικοβλημένος» που φαίνονται σήμερα σαν αστεία, χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή Περιοχής του Χουνάν εκείνον τον καιρό (από τον Μάϊο ως τον Ιούνιο του 1928) για την εκτίμηση του κυβερνήτη του Χουνάν Λου Τι - μίνγκ(3) . Μια τέτοια εκτίμηση οδηγεί αναγκαστικά στον πραξικοπημαστισμό, στη σφαίρα της πολιτικής. Αλλά κατά τη διάρκεια των τεσσάρων μηνών από το Νοέμβριο εκείνου του χρόνου ως το Φεβρουάριο του 1929 (που πριν από τον πόλεμο ανάμεσα στον Τσανγκ Κάι – σεκ και τους μιλιταριστές του Κουανγκσί) (4) όταν η τρίτη «κοινή εκστρατεία καταστολής» (5) που έκανε ο εχθρός, πλησίαζε στα βουνά του Τσινγκ – κανγκ, μερικοί σύντροφοι έθεταν το ερώτημα «Για πόσο καιρό μπορούμε να κρατήσουμε την Κόκκινη Σημαία να κυματίζει;» Πραγματικά, ο αγώνας στην Κίνα μεταξύ της Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας πήρε από τότε εντελώς ανοιχτή μορφή και άρχιζε να διαμορφώνεται μια κατάσταση περίπλοκου πολέμου μεταξύ του Τσανγκ Κάι – σεκ, της κλίκας του Κβανγκσί και του Φενγκ Γιου – χσιάνγκ. Τότε ήταν πραγματικά ο καιρός, όπου η αντεπαναστατική παλίρροια, άρχιζε να γίνεται αμπώτιδα και η επαναστατική παλίρροια άρχισε πάλι να ανεβαίνει. Αλλά οι απαισιόδοξες ιδέες βρίσκονταν όχι μόνο στον Κόκκινο Στρατό αλλά και στις τοπικές κομματικές οργανώσεις. Ακόμη και η Κεντρική Επιτροπή είχε παρασυρθεί από την επιφανειακή όψη των πραγμάτων και είχε υιοθετήσει μια απαισιόδοξη άποψη. Η επιστολή του Φεβρουαρίου της Κεντρικής Επιτροπής είναι απόδειξη της απαισιόδοξης εκτίμησης που έγινε στο κόμμα εκείνο τον καιρό.
4. Η παρούσα αντικειμενική κατάσταση είναι τόσο περίπλοκη ώστε, οι σύντροφοι που βλέπουν μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων και όχι την ουσία, υπάρχει κίνδυνος να κάνουν λάθος. Ειδικά, όταν οι σύντροφοί μας, που εργάζονται στον Κόκκινο Στρατό νικιούνται στη μάχη ή περικυκλώνονται ή καταδιώκονται από ισχυρές δυνάμεις του εχθρού, κάνουν λάθος όταν γενικεύουν και υπερβάλλουν τη στιγμιαία, ειδική και περιορισμένη κατάσταση τους, όταν η κατάσταση στην Κίνα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί την απαισιοδοξία και να κλονίζει την πεποίθηση για τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης. Ο λόγος που οι σύντροφοι αυτοί στις παρατηρήσεις τους πιάνουν την επιφάνεια των πραγμάτων και απορρίπτουν την ουσία τους, είναι πως δεν έχουν κάνει μια επιστημονική ανάλυση της ουσίας της γενικής κατάστασης. Το ζήτημα αν θα έρθει γρήγορα μια επαναστατική πλημμυρίδα στην Κίνα, μπορούμε να το λύσουμε μόνο κάνοντας μια λεπτομερειακή εξέταση για να εξακριβώσουμε αν οι αντιθέσεις που οδηγούν σε μια επαναστατική πλημμυρίδα βρίσκονται πραγματικά σε ανάπτυξη. Μια και σήμερα οι αντιθέσεις στον κόσμο ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες, ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες και τις αποικίες τους, και ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και το προλεταριάτο μέσα στις χώρες τους, βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη υπάρχει επιτακτική ανάγκη για τους ιμπεριαλιστές ν’ ανταγωνίζονται για την κυριαρχία της Κίνας. Όσο ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός για την Κίνα γίνεται περισσότερο έντονος, τόσο η αντίθεση μεταξύ του ιμπεριαλισμού και ολόκληρου του κινέζικου έθνους, καθώς και οι αντιθέσεις μεταξύ αυτών των ίδιων των ιμπεριαλιστών, θα αναπτύσσονται ταυτόχρονα πάνω στο Κινέζικο έδαφος. Και αυτό δημιουργεί τον περίπλοκο πόλεμο που απλώνεται και εκτείνεται καθημερινά και μεγαλώνει τη συνεχή ανάπτυξη των αντιθέσεων ανάμεσα στις διάφορες κλίκες των αντιδραστικών κυβερνητών της Κίνας. Η ανάπτυξη των αντιθέσεων ανάμεσα στις αντιδραστικές κυβερνητικές κλίκες –ο περίπλοκος πόλεμος μεταξύ των μιλιταριστών- συνεπάγεται την όλο και πιο βαριά φορολογία, που οξύνει συνεχώς την αντίθεση μεταξύ των πλατειών μαζών των φορολογουμένων και των αντιδραστικών κυβερνητών. Η ανάπτυξη της αντίθεσης μεταξύ του ιμπεριαλισμού και της εθνικής βιομηχανίας της Κίνας, εμποδίζει τους Κινέζους βιομήχανους να εξασφαλίσουν παραχωρήσεις από τους ιμπεριαλιστές, πράγμα που οξύνει την αντίθεση μεταξύ της Κινέζικης αστικής τάξης και της Κινέζικης εργατικής τάξης, γιατί οι Κινέζοι καπιταλιστές προσπαθούν να βρουν διέξοδο με την ξέφρενη εκμετάλλευση των εργατών, ενώ οι εργάτες προβάλλουν αντίσταση. Η ανάπτυξη της ιμπεριαλιστικής εμπορικής εισβολής των Κινέζων εμπορο-καπιταλιστικών εκβιαστών αρπαγών, της βαριάς κυβερνητικής φορολογίας, κλπ, προκαλεί την όξυνση της αντίθεσης μεταξύ της τάξης των γαιοκτημόνων και της αγροτιάς, δηλαδή, η εκμετάλλευση με το μίσθωμα και την τοκογλυφία έχει ενταθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και το μίσος των αγροτών κατά των γαιοκτημόνων μεγαλώνει. Εξ αιτίας της πίεσης των ξένων εμπορευμάτων, της εξάντλησης της αγοραστικής δύναμης των εργατικών και των αγροτικών μαζών και της αύξησης της κυβερνητικής φορολογίας, οι έμποροι των κινέζικων προϊόντων και οι ανεξάρτητοι παραγωγοί οδηγούνται όλο και περισσότερο στη χρεοκοπία. Εξαιτίας του γεγονότος πως η αντιδραστική κυβέρνηση αν και οι προμήθειες και τα χρήματα είναι λίγα, εξαπλώνει ατέλειωτα το στρατό της και απλώνει συνεχώς τον πόλεμο, οι μάζες των στρατιωτών βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση στέρησης. Εξαιτίας της αύξησης της κυβερνητικής φορολογίας, της αύξησης του ενοικίου, και του τόκου που απαιτούν οι γαιοκτήμονες και της καθημερινής εξάπλωσης των καταστροφών του πολέμου, υπάρχει παντού λοιμός και ληστεία και οι μάζες των αγροτών και οι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων με δυσκολία κρατιούνται ζωντανοί. Επειδή τα σχολειά δεν έχουν χρήματα, πολλοί σπουδαστές φοβούνται ότι η εκπαίδευσή τους μπορεί να διακοπεί. Επειδή η παραγωγή έχει πέσει πολύ χαμηλά, πολλοί διπλωματούχοι δεν έχουν ελπίδα απασχόλησης. Όταν καταλάβουμε όλες αυτές τις αντιθέσεις, θα δούμε σε πια απελπιστική κατάσταση, σε τι χαόδικη θέση, βρίσκεται η Κίνα. Θα δούμε ακόμη ότι η μεγάλη πλημμυρίδα της επανάστασης ενάντια στους ιμπεριαλιστές, τους στρατοκράτες και τους γαιοκτήμονες, είναι αναπόφευκτη και θα έρθει πολύ γρήγορα. Όλη η Κίνα είναι στρωμένη με τα ξερά δεμάτια που γρήγορα θα πάρουν φωτιά. Το ρητό «μια μόνο σπίθα μπορεί ν’ ανάψει φωτιά σ’ όλον τον κάμπο» είναι κατάλληλη περιγραφή για το πως θα εξελιχθεί η σημερινή κατάσταση. Αρκεί μόνο να ρίξουμε μια ματιά στις απεργίες των εργατών, στις εξεγέρσεις των αγροτών, στις ανταρσίες των στρατιωτών και στις απεργίες των σπουδαστών που αναπτύσσονται συνεχώς σε πολλά μέρη, για να δούμε πως δεν είναι μακριά ο καιρός όπου μια «σπίθα θ’ ανάψει φωτιά σ’ όλον τον κάμπο».
Η ουσία των παραπάνω έχει δοθεί ήδη στην επιστολή της Επιτροπής του Μετώπου προς την Κεντρική Επιτροπή, της 5ης Απριλίου 1929, που σ’ ένα μέρος της διαβάζουμε:
Η επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής (με ημερομηνία 9 Φεβρουαρίου 1929) κάνει μια πολύ απαισιόδοξη εκτίμηση της αντικειμενικής κατάστασης και των υποκειμενικών μας δυνάμεων. Με τις εκστρατείες «καταστολής» που έκανε το Κουόμιτανγκ εναντίον της Οροσειράς Τσινγκάνγκ, η αντεπαναστατική παλίρροια έφτασε στην ανώτατη στάθμη της. Αλλά η παλίρροια αυτή σταμάτησε εκεί και από τότε η αντεπαναστατική παλίρροια υποχωρεί σιγά-σιγά, ενώ φουσκώνει σιγά-σιγά η επαναστατική παλίρροια. Αν και η μαχητική ικανότητα του κόμματός μας και η οργανωτική δύναμή του έχουν εξασθενίσει στην έκταση που περιγράφεται από την Κεντρική Επιτροπή, γρήγορα θα αποκατασταθούν και η παθητικότητα ανάμεσα στους συντρόφους μέσα στο Κόμμα θα εξαφανιστεί αμέσως, καθώς η αντεπαναστατική παλίρροια θα μεταβάλλεται σιγά-σιγά σε αμπώτιδα. Οι μάζες σίγουρα θα έρθουν με μας. Η πολιτική των σφαγών που εφαρμόζει το Κουόμιτανγκ καταλήγει μόνο στο «να σπρώξει το ψάρι στα βαθιά νερά» (6) όπως λέει το ρητό, και ο ρεφορμισμός δεν έχει πια καμιά απήχηση στις μάζες. Είναι βέβαιο πως γρήγορα οι μάζες θα αποβάλλουν τις αυταπάτες τους για το Κουόμιτανγκ. Στην κατάσταση που δημιουργείται, κανένα άλλο κόμμα δεν είναι ικανό ν’ ανταγωνιστεί το κομμουνιστικό κόμμα στην κατάκτηση των μαζών. Η πολιτική γραμμή και η οργανωτική γραμμή που εχάραξε το Έκτο Εθνικό Συνέδριο του Κόμματος (7) είναι ορθή, δηλαδή, η επανάσταση στο σημερινό στάδιό της είναι δημοκρατική και όχι σοσιαλιστική, και το σημερινό καθήκον του κόμματος (εδώ πρέπει να προστεθούν οι λέξεις «στις μεγάλες πόλεις») (8) είναι να κερδίσουμε τις μάζες και όχι να κάνουμε άμεσες εξεγέρσεις. Άλλωστε, η επανάσταση θα αναπτυχθεί γρήγορα και θα πρέπει να πάρουμε θετική στάση στην προπαγάνδα μας και στις προετοιμασίες μας για ένοπλες εξεγέρσεις. Μόνον, παίρνοντας μια θετική στάση, μπορεί το κόμμα να ξαναβρεί τη μαχητική ικανότητά του ... Η προλεταριακή ηγεσία είναι το μόνο κλειδί για τη νίκη στην επανάσταση. Η οικοδόμηση μιας προλεταριακής βάσης για το κόμμα και η δημιουργία κομματικών πυρήνων στις βιομηχανικές επιχειρήσεις στα ζωτικά διαμερίσματα, είναι σήμερα σημαντικά οργανωτικά καθήκοντα για το κόμμα. Ταυτόχρονα όμως, οι μεγάλες προϋποθέσεις για την ενίσχυση του αγώνα, μέσα στις πόλεις και την επίσπευση του ανεβάσματος της επαναστατικής παλίρροιας είναι, ειδικά η ανάπτυξή του στην ύπαιθρό, η εγκαθίδρυση της κόκκινης πολιτικής εξουσίας σε μικρές περιοχές και η δημιουργία και η εξάπλωση του Κόκκινου Στρατού. Γι’ αυτό, θα είναι λάθος να εγκαταλείψουμε τον αγώνα στις πόλεις, αλλά, κατά τη γνώμη μας, είναι εσφαλμένη η θέση που φοβάται την ανάπτυξη της δύναμης των αγροτών, με τον ισχυρισμό πως αυτή θα ξεπεράσει τη δύναμη των εργατών και θα βλάψει την επανάσταση. Γιατί στην επανάσταση στην μισο-αποικιακή Κίνα, α αγώνας των αγροτών θα αποτυχαίνει πάντοτε αν δεν έχει επικεφαλής του τους εργάτες, αλλά η επανάσταση δεν θα ζημιωθεί ποτέ, αν ο αγώνας των αγροτών ξεπεράσει τις δυνάμεις των εργατών.
Η επιστολή περιέχει ακόμη την ακόλουθη απάντηση στο ζήτημα της τακτικής των επιχειρήσεων του Κόκκινου Στρατού.
Για να διατηρήσουμε τον Κόκκινο Στρατό και να ξεσηκώσουμε τις μάζες, η Κεντρική Επιτροπή μας ζητά να κατατεμαχίσουμε τις δυνάμεις μας σε πολύ μικρές μονάδες, να τις διασκορπίσουμε στην ύπαιθρο και να αποσύρουμε από το στρατό τον Τσου Τεχ και τον Μάο Τσε – τουνγκ, καλύπτοντας έτσι τους μεγάλους στόχους μας. Αυτή δεν είναι ρεαλιστική άποψη. Τον χειμώνα του 1927-28, σχεδιάσαμε να διασκορπίσουμε τις δυνάμεις μας στην ύπαιθρο και κάθε λόχος ή τάγμα να ενεργεί από μόνο του και να ακολουθεί τακτική ανταρτοπόλεμου, με σκοπό να ξεσηκώνει τις μάζες, ενώ θα προσπαθεί να μη δίνει στόχο στον εχθρό. Πολλές φορές το έχουμε δοκιμάσει αυτό, αλλά κάθε φορά αποτυχαίναμε. Οι λόγοι είναι: 1) Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες στην κύρια δύναμη του Κόκκινου Στρατού προέρχονται από άλλες περιοχές και έχουν ένα υπόβαθρο διαφορετικό από το υπόβαθρο των τοπικών τμημάτων της Κόκκινης Πολιτοφυλακής. 2) Η διαίρεση σε μερικές μονάδες έχει σαν αποτέλεσμα να αδυνατίζει την ηγεσία και να την κάνει ανίκανη να τα βγάλει πέρα σε δύσκολες συνθήκες, πράγμα που εύκολα οδηγεί στην ήττα. 3) Οι μονάδες υπόκεινται στον κίνδυνο να εξοντωθούν από τον εχθρό μία προς μία. 4) Όσο πιο δύσκολες είναι οι συνθήκες, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη να είναι συγκεντρωμένες οι δυνάμεις μας, και οι αρχηγοί να είναι σταθεροί στον αγώνα, γιατί μόνον έτσι μπορούμε να έχουμε εσωτερική ενότητα εναντίον του εχθρού. Μόνον σε ευνοϊκές συνθήκες είναι σκόπιμο να κατατεμαχίσουμε τις δυνάμεις μας για επιχειρήσεις ανταρτοπολέμου και μόνον τότε είναι απαραίτητο να μένουν οι αρχηγοί κοντά στις μονάδες τους όλον τον καιρό, όπως πρέπει να κάνουν στις δύσκολες συνθήκες.
Η αδυναμία της παραγράφου αυτής είναι ότι τα επιχειρήματα που παραθέτει εναντίον της διαίρεσης των δυνάμεων έχουν αρνητικό χαρακτήρα και δεν είναι καθόλου επαρκή. Ο θετικός λόγος για τη συγκέντρωση των δυνάμεων μας είναι ότι μόνον η συγκέντρωση θα μας κάνει ικανούς να εξοντώσουμε συγκριτικά μεγάλες μονάδες του εχθρού και να καταλάβουμε πόλεις. Μόνον όταν εξοντώσουμε συγκριτικά μεγάλες δυνάμεις του εχθρού και καταλάβουμε πόλεις, μπορούμε να ξεσηκώσουμε τις μάζες σε ευρεία κλίμακα και να εγκαθιδρύσουμε πολιτική εξουσία σε έναν αριθμό γειτονικών περιοχών. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ασκήσουμε μια εκτεταμένη επίδραση (αυτό που λέμε «εξάπλωση της επιρροής μας»), και να συμβάλλουμε αποτελεσματικά στην επίσπευση της ημέρας της μεγάλης επαναστατικής πλημμυρίδας. Παραδείγματος χάρη, και η βάση που εγκαθιδρύσαμε στο Μεθοριακή περιοχή του Χουνάν-Κιανγκσί τον προπερσινό χρόνο και η βάση που εγκαθιδρύσαμε πέρσι στο δυτικό Φουκιέν (9) ήταν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής της συγκέντρωσης των στρατευμάτων μας. Αυτό είναι μια γενική αρχή, αλλά δεν υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι δυνάμεις μας πρέπει να διαιρεθούν; Ναι, υπάρχουν. Η επιστολή της Επιτροπής Μετώπου προς την Κεντρική Επιτροπή μιλά για την τακτική ανταρτοπόλεμου για τον Κόκκινο Στρατό, και συμπεριλαμβάνει τον κατατεμαχισμό των δυνάμεων μέσα σε μια μικρή ακτίνα:
Η τακτική που έχουμε διδαχτεί από τον αγώνα των τριών τελευταίων χρόνων, είναι πράγματι διαφορετική από κάθε άλλη τακτική, παλιά ή σύγχρονη, κινέζικη ή ξένη. Με την τακτική μας, οι μάζες μπορούν να ξεσηκωθούν για αγώνα σε μια πολύ πλατειά κλίμακα, και κανένας εχθρός, οσοδήποτε ισχυρός, δεν μπορεί να μας νικήσει. Η τακτική μας είναι τακτική ανταρτοπολέμου. Συνίσταται κυρίως στα ακόλουθα σημεία:
«Να διαιρούμε τις δυνάμεις μας για να ξεσηκώνουμε τις μάζες, να συγκεντρώνουμε τις δυνάμεις μας για να χτυπάμε τον εχθρό».
«Όταν ο εχθρός προχωρεί, εμείς υποχωρούμε. Όταν ο εχθρός είναι στρατοπευδεμένος, εμείς τον ενοχλούμε. Όταν ο εχθρός είναι εξαντλημένος, του κάνουμε επίθεση. Όταν ο εχθρός υποχωρεί τον καταδιώκουμε».
«Για να διευρύνουμε τις μόνιμες βάσεις ερεισμάτων (10), εφαρμόζουμε την πολιτική της επίθεσης κατά κύματα. Όταν μας καταδιώκει ένας ισχυρός εχθρός, εφαρμόζουμε την τακτική των κυκλικών ελιγμών».
«Να ξεσηκώνουμε το μεγαλύτερο αριθμό μαζών στο συντομότερο δυνατό χρόνο και με την καλύτερη δυνατή μέθοδο».
Η τακτική αυτή είναι ακριβώς όπως το ρίξιμο του διχτυού. Σε κάθε στιγμή θα είμαστε έτοιμοι να το ρίξουμε ή να το τραβήξουμε. Το ρίχνουμε ανοιχτά για να κερδίσουμε τις μάζες και το τραβάμε για να χτυπήσουμε τον εχθρό. Τέτοια είναι η τακτική που έχουμε χρησιμοποιήσει κατά τα τελευταία τρία χρόνια.
Εδώ, «να ρίχνουμε το δίχτυ ανοιχτά» σημαίνει να διαιρούμε τις δυνάμεις μας μέσα σε μια ακτίνα. Παραδείγματος χάρη, όταν καταλάβαμε πρώτα την πρωτεύουσα της περιοχής Γιουνγκσίν στη μεθοριακή περιοχή του Χουνάν – Κιανγκσί, διαιρέσαμε τις δυνάμεις του 29ου και του 31ου συντάγματος μέσα στα όρια της περιοχής Γιουνγσίν. Και πάλι όταν καταλάβαμε το Γιουνγσίν για τρίτη φορά, διαιρέσαμε για μια ακόμα φορά τις δυνάμεις μας διασκορπίζοντας το 28ο σύνταγμα στα σύνορα της περιοχής Ανφού, το 29ο στο Λιενχουά και το 31ο στα σύνορα της περιοχής Κιάν. Και πάλι διαιρέσαμε τις δυνάμεις μας στις περιοχές του Νότιου Κιανγκσί τον τελευταίο Απρίλιο και Μάιο και στις περιοχές του Δυτικού Φουκιέν τον τελευταίο Ιούλιο. Όσο για τη διαίρεση των δυνάμεών μας σε μια μεγάλη ακτίνα, είναι δυνατή μόνον κάτω από δύο προϋποθέσεις, όταν οι συνθήκες θα είναι σχετικά ευνοϊκές και τα καθοδηγητικά όργανα πολύ ισχυρά. Γιατί ο σκοπός της διαίρεσης των δυνάμεών μας είναι να πιάσουμε μια καλύτερη θέση για να κερδίσουμε τις μάζες, για να βαθύνουμε την αγροτική επανάσταση, για να εγκαθιδρύσουμε πολιτική εξουσία και για να διευρύνουμε τον Κόκκινο Στρατό και τις τοπικές ένοπλες δυνάμεις. Είναι καλύτερο να μη διαιρούμε τις δυνάμεις μας, όταν ο σκοπός αυτός δεν είναι πραγματοποιήσιμος ή όταν η διαίρεση των δυνάμεών μας μπορεί να οδηγήσει στην ήττα και στο αδυνάτισμα του Κόκκινου Στρατού, όπως έγινε τον Αύγουστο πριν από δυό χρόνια, που οι δυνάμεις μας διαιρέθηκαν στα σύνορα του Χουνάν – Κιανγκσί για να επιτεθούν στο Τσεντσόου. Αλλά αναμφίβολα, όταν υπάρχουν οι δύο προϋποθέσεις που αναφέραμε παραπάνω, θα διαιρούμε τις δυνάμεις μας, γιατί η αποκέντρωση έχει τότε περισσότερα πλεονεκτήματα από τη συγκέντρωση.
Η επιστολή του Φεβρουαρίου της Κεντρικής Επιτροπής δεν είχε σωστό πνεύμα και είχε άσχημη επίδραση σε μερικούς συντρόφους του Κόμματός μας στην Τέταρτη Στρατιά. Εκείνον τον καιρό η Κεντρική Επιτροπή έβγαλε ακόμα μια εγκύκλιο, που έλεγε ότι δεν ήταν απαραίτητο να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ του Τσανγκ Κάϊ – σεκ και των μιλιταριστών του Κβανγκ – σι. Από τότε όμως κι ύστερα, οι εκτιμήσεις και οι εντολές της Κεντρικής Επιτροπής ήταν βασικά σωστές. Εκδόθηκε κιόλας μια άλλη εγκύκλιος που διόρθωνε την εγκύκλιο που είχε κάνει τη λαθεμένη εκτίμηση. Αν όμως και δεν είχε κάνει καμιά διόρθωση της επιστολής της προς τον Κόκκινο Στρατό, οι εντολές της που ακολούθησαν δεν είχαν το ίδιο πεσιμιστικό τόνο και οι απόψεις της για τις επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού συνέπεσαν τώρα με τις δικές μας. Αλλά η κακή επίδραση που είχε η επιστολή αυτή σε ορισμένους συντρόφους εξακολουθεί να παραμένει. Γι’ αυτό, αισθάνομαι ότι είναι ακόμα απαραίτητο να εξηγηθώ σχετικά με αυτό.
Το σχέδιο να καταλάβουμε την επαρχία του Κιανγσί μέσα σ’ ένα χρόνο είχε και αυτό προταθεί τον τελευταίο Απρίλιο από την Επιτροπή του Μετώπου προς την Κεντρική Επιτροπή και αργότερα είχε παρθεί μια απόφαση πάνω σ’ αυτό το θέμα, στο Γιουτού. Στην επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή, είχαν δοθεί τα ακόλουθα επιχειρήματα:
Τα στρατεύματα του Τσανγκ Κάϊ – σεκ και των μιλιταριστών του Κβανγκσί πλησιάζουν το ένα το άλλο κοντά στο Κιουκιάνγκ και επίκειται μια μεγάλη μάχη. Η ανάληψη του μαζικού αγώνα συνδυασμένη με την όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των αντιδραστικών κυβερνητών, δημιουργεί την πιθανότητα να φτάσει γρήγορα η μεγάλη πλημμυρίδα της επανάστασης. Προκειμένου να οργανώσουμε εμείς τη δουλειά μας κάτω από αυτές τις συνθήκες, νομίζουμε πως στις νότιες επαρχίες, οι ένοπλες δυνάμεις των κομπραδόρων και των γαιοκτημόνων, ιδιαίτερα στις επαρχίες Κβανγκ-τούνγκ και Χουνάν, είναι πολύ ισχυρές, και ακόμα πως στο Χουνάν έχουμε χάσει σχεδόν όλες τις μάζες που μας ακολουθούσαν τόσο μέσα όσο και έξω από το Κόμμα, εξαιτίας των πραξικοπηματιστικών λαθών του Κόμματος. Αλλά στις τρεις επαρχίες του Φουκιέν, του Κιανγκσί και του Τσκιάνγκ η κατάσταση είναι διαφορετική. Πρώτο, εκεί στρατιωτικά ο εχθρός είναι πιο αδύνατος. Στο Τσεκιάνγκ υπάρχει μόνο μια μικρή επαρχιακή δύναμη κάτω από τη διοίκηση του Τσιάνγκ Πο-τσένγκ (11). Στο Φουκιέν αν και υπάρχουν πέντε ομάδες εχθρικών στρατευμάτων που αριθμούν συνολικά 14 συντάγματα, τα στρατεύματα του Κούο Φένγκ-μίνγκ είναι κιόλας τσακισμένα. Τα στρατεύματα κάτω από τη διοίκηση του Τσε Κουοχόι και του Λου Χσίνγκ-πάνγκ (12) είναι ληστές με μικρή μαχητική ικανότητα. Οι δύο ταξιαρχίες από πεζοναύτες που σταθμεύουν κατά μήκος της ακτής δεν έχουν δει ποτέ μάχη και η μαχητική τους ικανότητα αναμφίβολα, δεν είναι μεγάλη. Μόνον ο Τσάνγκ Τσεν (13) μπορεί να κάνει κάποιου είδους μάχη, αλλά, σύμφωνα με μια ανάλυση που έγινε από την Επιτροπή περιοχής του Φουκιέν, και αυτός ακόμα έχει δύο μόνον συντάγματα σχετικά ισχυρά. Και ακόμη, το Φουκιέν, βρίσκεται τώρα σε μια κατάσταση ολοκληρωτικού χάους, σύγχυσης και διχασμού. Στο Κιανγσί, υπάρχουν 16 συντάγματα κάτω από δύο διοικητές, τον Τσού Πέϊ τεχ (14) και τον Χσιούνγκ Σίχ - χούϊ (15), τα συντάγματα αυτά είναι ισχυρότερα από τις ένοπλες δυνάμεις του Φουκιέν ή του Τσεκιάνγκ, αλλά είναι πολύ κατώτερα από τις ένοπλες δυνάμεις του Χουνάν. Δεύτερο, σ’ αυτές τις τρεις επαρχίες έχουν γίνει λιγότερα πραξικοπηματιστικά λάθη. Δεν έχουμε καθαρή εικόνα για την κατάσταση στο Τσεκιάνγκ, αλλά η οργανωτική και μαζική βάση του Κόμματος είναι κάπως καλύτερη στο Κιανγσί και στο Φουκιέν παρά στο Χουνάν. Παραδείγματος χάρη, ας πάρουμε το Κιανγσί. Στο βόρειο Κιανγκσί έχουμε μερικές βάσεις στο Τεχάν, στο Χσιουσχούι και στο Τουνγού. Στο δυτικό Κιανγκσί το Κόμμα και η Κόκκινη Πολιτοφυλακή έχουν ακόμη κάποια δύναμη στο Νινγκάνγκ, στο Γιουνγκσίν, στο Λιενχουά και στο Σουϊτσουάν. Στο νότιο Κιανγκσί οι προοπτικές είναι ακόμα καλύτερες γιατί τα συντάγματα, Δεύτερο και Τέταρτο του Κόκκινου Στρατού, αυξάνουν σταθερά τις δυνάμεις τους στις περιοχές του Κιάνγκ, του Γιάνγκ Φένγκ και του Χσινκούο. Και το σοβαρότερο, ο Κόκκινος Στρατός κάτω από τον Φάνγκ Τσίχ-μιν έχει κυριολεκτικά τσακιστεί. Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να προτιμήσουμε τον Ναντσάνγκ. Γι’ αυτό προτείνουμε στην Κεντρική Επιτροπή, όπως κατά τη διάρκεια του παρατεινόμενου πολέμου μεταξύ των μιλιταριστών του Κουόμιτανγκ, εμείς να πολεμήσουμε κατά του Τσανγκ Κάϊ-σεκ και της κλίκας του Κβανγκσί στην επαρχία του Κβανγκσί, καθώς και στο δυτικό Φουκιέν και στο δυτικό Τσεκιάν. Στις τρεις αυτές επαρχίες θα διευρύνουμε τον Κόκκινο Στρατό και θα δημιουργήσουμε μια επαναστατική βάση, με χρονικό όριο ενός χρόνου, για την εκπλήρωση αυτού του σχεδίου.
Η πρόταση αυτή να πολεμήσουμε για το Κιανγκσί ήταν λαθεμένη μόνο στο σημείο, που έθετε χρονικό όριο ενός χρόνου. Βασιζόταν όχι μόνο στις συνθήκες μέσα σ’ αυτή την ίδια την επαρχία, αλλά και στην προοπτική ότι θα φτάσει γρήγορα μια μεγάλη πανεθνική επαναστατική πλημμυρίδα. Γιατί χωρίς να έχουμε πειστεί πως θα ερχόταν γρήγορα μια μεγάλη επαναστατική πλημμυρίδα, δεν θα μας ήταν δυνατό να συμπεράνουμε πως θα μπορούσαμε να πάρουμε το Κιανγσί σε ένα χρόνο. Η μόνη αδυναμία στην πρόταση αυτή ήταν ότι έθετε χρονικό όριο ενός χρόνου, που δεν πραγματοποιήθηκε και έδωσε έτσι ένα πνεύμα ανυπομονησίας στη λέξη «γρήγορα» μέσα στη διαβεβαίωση «γρήγορα θα φτάσει μια μεγάλη επαναστατική πλημμυρίδα». Όσο για τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες στο Κιανγσί, τις προσέξαμε καλά. Εκτός από τις υποκειμενικές συνθήκες που περιγράψαμε στην επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή, τώρα μπορούμε να δείξουμε καθαρά και τρεις αντικειμενικές συνθήκες. Πρώτο, η οικονομία του Κιανγσί είναι κυρίως φεουδαρχική, η εμπορο-καπιταλιστική τάξη είναι σχετικά αδύνατη και οι ένοπλες δυνάμεις των φεουδαρχών είναι περισσότερο αδύνατες πάρα σε οποιαδήποτε άλλη νότια επαρχία. Δεύτερο, το Κιανγκσί δεν έχει δικά του επαρχιακά στρατεύματα και το φρουρούσαν πάντα στρατεύματα από άλλες επαρχίες. Τα στρατεύματα αυτά που στέλνονται εκεί για την «καταστολή των κομμουνιστών» ή «για την καταστολή των ληστών», δεν είναι εξοικειωμένα με τις τοπικές συνθήκες, τα συμφέροντά τους είναι πολύ λιγότερο άμεσα συνδεδεμένα με την περιοχή αυτή, παρά, αν ήταν τοπικά στρατεύματα και συνήθως δεν έχουν ενθουσιασμό. Και τρίτο, σε διάκριση από το Κουαγκτούνγκ που είναι κοντά στο Χόνγκ – Κόνγκ και από κάθε άποψη σχεδόν κάτω από βρετανικό έλεγχο, το Κιανγκσί είναι σχετικά μακριά από την ιμπεριαλιστική επιρροή. Όταν αντιληφθούμε αυτά τα τρία σημεία, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι αγροτικές εξεγέρσεις έχουν μεγαλύτερη έκταση και ο Κόκκινος Στρατός και οι αντάρτικες μονάδες έχουν μεγαλύτερη αριθμητική δύναμη στο Κιανγκσί, παρά σε οποιαδήποτε άλλη επαρχία.
Πώς λοιπόν πρέπει να ερμηνεύσουμε τη λέξη «γρήγορα» στη διαβεβαίωση «γρήγορα θα φτάσει μια μεγάλη επαναστατική πλημμυρίδα»; Αυτό είναι ένα κοινό ερώτημα όλων των συντρόφων. Οι μαρξιστές δεν είναι μάντεις. Μπορούν, και πραγματικά αυτό κάνουν, μόνο να δείξουν τη γενική κατεύθυνση των μελλοντικών εξελίξεων και των αλλαγών. Δεν καθορίζουν, και δεν μπορούν να καθορίζουν την ημέρα και την ώρα μηχανικά. Άλλα όταν λέγω, πως γρήγορα θα φτάσει μια μεγάλη επαναστατική πλημμυρίδα στην Κίνα, δεν μιλώ, και αυτό το τονίζω, για κάτι, που, κατά την έκφραση ορισμένων «μπορεί να έρθει», για κάποια πλάνη, απραγματοποίητη και χωρίς σημασία για δράση. Αυτό μοιάζει σαν ένα πλοίο ανοικτά στη θάλασσα, που η κορυφή του καταρτιού του μπορεί κιόλας να φαίνεται από τη στεριά. Είναι σαν τον πρωινό ήλιο στην ανατολή, που οι λαμπρές αχτίδες του φαίνονται από την κορυφή ενός ψηλού βουνού. Είναι σαν ένα παιδί που πρόκειται να γεννηθεί γρήγορα και κινιέται ακατάπαυστα μέσα στην κοιλιά της μάνας του.

Σημειώσεις
(1) Ο σύντροφος Φανγκ Τσιχ – μιν, από το Γιγουάνγκ της επαρχίας Κιανγκσί και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Κίνας, που εκλέχτηκε από το 6ο συνέδριο, ήταν ο θεμελιωτής της κόκκινης περιοχής στο βορειοανατολικό Κιανγκσί και της 10ης Κόκκινης Στρατιάς. Το 1934 οδήγησε την αντιγιαπωνέζικη εμπροσθοφυλακή του Κόκκινου Στρατού προς το Βορρά για να αντιμετωπίσει τους ιάπωνες εισβολείς. Το Ιανουάριο του 1935 πιάστηκε αιχμάλωτος από τους κουομινταγκικούς αντιδραστικούς και πέθανε σαν ήρωας στο Ναντσάγκ του Κιανγσί.

(2) Δηλαδή οι οργανωμένες δυνάμεις της επανάστασης.

(3) Λι Του – μίνγκ: Μιλιταριστής του Κουόμιτανγκ, κυβερνήτης του Χουνάν το 1928.

(4) Ο πόλεμος του Μαρτίου – Απριλίου 1929, ανάμεσα στον Τσανγκ Κάι – σεκ και στον Λι Τσουνγκ – γεν και Πέι Τσανγκ – σι, μιλιταριστές του Κουόμιτανγκ της επαρχίας του Κιανγκσί.

(5) Η τρίτη εισβολή στην επαναστατική βάση του Κόκκινου Στρατού στα βουνά Τσινγκάνγκ, των μιλιταριστών του Κουόμιτανγκ που κράτησε από τα τέλη του 1926 μέχρι τις αρχές του 1928.

(6) Η φράση αυτή είναι απ’ το Μένκιους, που παρομοιάζει όταν μιλάει για έναν τύραννο που σπρώχνει το λαό στην αναζήτηση ενός καλού κυβερνήτη, με τη βύδρα που «σπρώχνει το ψάρι στα βαθιά νερά».


(7) Το Έκτο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚ Κίνας έγινε τον Ιούλιο του 1928. Το συνέδριο αυτό καθόρισε ότι μετά την ήττα του 1927, η επανάσταση παρέμεινε αστικοδημοκρατική ως προς το χαρακτήρα της, δηλαδή αντιιμπεριαλιστική και αντιφεουδαρχική και ότι μια και η αναπόφευκτη νέα πλημμυρίδα στην επανάσταση δεν ήταν ακόμα άμεσα επικείμενη, η γενική γραμμή για την επανάσταση θα πρέπει να είναι να κερδίζουμε τις μάζες.
Το Έκτο Εθνικό Συνέδριο διέλυσε τη δεξιά οππορτουνιστική τάση του Τσε Του – σιέου και απέκρουσε τον «αριστερό» πραξικοπηματισμό που εμφανίσθηκε στο Κόμμα στα τέλη του 1927 και στις αρχές του 1928.

(8) Η φράση μέσα σε παρένθεση προστέθηκε από το συγγραφέα.

(9) Στο 1929 ο Κόκκινος Στρατός άρχισε μια εκστρατεία, από το Τσινγκανγκκάν στην επαρχία Φουκιέν, όπου δημιούργησε μια καινούργια επαναστατική βάση, επεκτείνοντας την επαναστατική λαϊκή εξουσία στις περιφέρειες Λουνγκυέν, Τσινγκτένγκ και Τσανγκμάνγκ, που βρίσκεται δυτικά στο Χουνκιέν.

(10) Εδώ εννοεί τις σχετικά σταθερές επαναστατικές βάσεις που δημιουργήθηκαν από τον Κόκκινο Εργατο-αγροτικό Στρατό.

(11) Ο Τσιάνγ Πο-τσένγκ ήταν τότε ο διοικητής των σωμάτων για την «επιβολή της τάξεως» του Κουόμιτανγκ στην επαρχία Τσεκιάνγκ.

(12) Ο Τσενγκ Κου χουέι και ο Λου Σιν – σάνγκ ήταν δύο διαβόητοι ληστές του Κουόμιτανγκ που ενώθηκαν με τις δυνάμεις τους με το στρατό του Κουόμιτανγκ.

(13) Ο Τσανγκ Τσεν ήταν διοικητής μιας μεραρχίας του στρατού του Κουόμιτανγκ.

(14) Ο Τσού Πέϊτεχ ήταν ένας από τους μιλιταριστές του Κουόμιτανγκ. Κυβερνήτης τότε της επαρχίας Κιανγσί.

(15) Ο Χσιούνγκ Σίχ – χουέϊ ήταν τότε ένας από τους διοικητές μεραρχίας του στρατού του Κουόμιτανγκ, στην επαρχία Κιανγσί.

14.3.07

Όσο πιο δυνατά χτυπάς το καρφί τόσο πιο δυνατά καρφώνεται

Η προσχεδιασμένη δολοφονική επίθεση της αστυνομίας στη μεγαλειώδη πορεία της 8ης Μάρτη δεν είχε προηγούμενο. Όσα ζήσαμε στο δρόμο αλλά και όσα ακολούθησαν τις επόμενες μέρες έδειξαν πως ο πραγματικός σύμμαχος της κυβέρνησης είναι οι μπάτσοι, η ΤV και οι εισαγγελείς.

Την ώρα που οι 164 θλιβεροί βουλευτές ψήφιζαν στη βουλή το νόμο πλαίσιο το κέντρο της Αθήνας πνίγηκε στα χημικά. Η προκλητική στάση της αστυνομίας ήταν αυτή που δημιούργησε την αναταραχή, που άναψε το φυτίλι. Τα ντου και το ξύλο στα μπλοκ των φοιτητικών συλλόγων, οι τραυματισμοί και οι δεκάδες συλλήψεις είναι η αναβαθμισμένη εκδοχή του «διαλόγου» που εφαρμόζει εδώ και καιρό το υπουργείο. Αυτή τη φορά η χουντική συμπεριφορά δεν σταμάτησε εδώ. Οι 61 συλληφθέντες φορτώθηκαν με γελοία και αβάσιμα κατηγορητήρια. Κρατήθηκαν σε άθλιες συνθήκες στη ΓΑΔΑ και συνάντησαν τους δικηγόρους τους μετά από 18 ώρες! Την ίδια ώρα οι διάφοροι Πρετεντέρηδες ξεσάλωναν στα παράθυρα της τηλεόρασης. Η «κοινή γνώμη» έπρεπε να πειστεί για το πόσο αλήτες είμαστε έτσι ώστε η αστυνομία και η κυβέρνηση να τη βγάλουν καθαρή. Πάση θυσία έπρεπε το προαποφασισμένο χτύπημα της κυβέρνησης στο φοιτητικό κίνημα να παρουσιαστεί σαν διαμάχη «κάποιων που τα σπάνε» με την αστυνομία.

Η καταστολή δεν μας τρομάζει, δε μας σταματά, μας εξοργίζει!

Σε τόσους μήνες αγώνα μάθαμε ότι μας χτυπούν γιατί μας φοβούνται. Γιατί είμαστε πια επικίνδυνοι. Γιατί «δε σκύβουμε το κεφάλι». Γιατί είμαστε πολλοί και αποφασισμένοι. Αυτό που φοβούνται είναι ο μαζικός ανυποχώρητος αγώνας μας. Μάθαμε ότι η καταστολή είναι το σχέδιο τους. Η δικιά μας απάντηση είναι η αλληλεγγύη, η συνέχιση και το δυνάμωμα του αγώνα.

* Στο δρόμο σπάμε την τρομοκρατία!
* Στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις!
* Η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας!
* Λευτεριά σε όλους τους συλληφθέντες!

Εκδόθηκε από τους συμμετέχοντες στο μαζικό διήμερο 10-11 Μάρτη που αποφάσισε την ίδρυση της "Αριστερής Ενότητας"

Ιδρυτική Διακήρυξη - "ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ"

Η αριστερά να βάλει τον νεοφιλελευθερισμό στο περιθώριο!
Στο προσκήνιο οι ανάγκες του λαού, των εργαζομένων και της νεολαίας!

Εμείς που συγκεντρωθήκαμε στις 10-11 Μάρτη στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, φοιτητικές παρατάξεις, συλλογικότητες, δυνάμεις της αριστεράς, αυτόνομα και ανεξάρτητα ριζοσπαστικά σχήματα και ανένταχτοι φοιτητές και φοιτήτριες που βρεθήκαμε μαζί εδώ και ένα χρόνο σε έναν από τους μεγαλύτερους φοιτητικούς αγώνες των τελευταίων δεκαετιών, αποφασίζουμε σήμερα να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα και να συγκροτήσουμε μια ενωτική πρωτοβουλία και συσπείρωση στους χώρους σπουδών.
Στόχος μας είναι να οικοδομήσουμε ένα ευρύτατο μέτωπο αντιπαράθεσης και αντίστασης, να συγκεντρωθούν δυνάμεις απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και τους πολιτικούς εκφραστές του. Στόχος μας δεν είναι άλλος ένας πόλος της αριστεράς, αλλά να χάσει η λογική ανούσιας όξυνσης ανάμεσα σε αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις, να κερδίσει η ιδέα του πόλου της αριστεράς απέναντι στις λογικές των πολλών και ξεχωριστών πόλων. Στόχος μας είναι η ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς για την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος.
H πολιτική που είδαμε στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης με την υποχρηματοδότηση, την συνειδητή υποβάθμιση, την απαξίωση πτυχίων και πτυχιούχων, την πολυδιάσπαση δικαιωμάτων, την εντατικοποίηση των σπουδών και την πειθάρχηση του φοιτητικού σώματος (κάτι που ήδη στα ΤΕΙ αλλά και σε πολλά τμήματα των ΑΕΙ αποτελεί πραγματικότητα), είναι η πολιτική που θέλει τα ΑΕΙ και ΤΕΙ να παράγουν εργαζόμενους μιας χρήσης, εύκαμπτους και ευέλικτους, αυριανούς απασχολήσιμους χωρίς να αμφισβητούν και να διεκδικούν. Είναι η πολιτική που ορίζει η ΕΕ και υλοποιείται μέσω των συνθηκών της Μπολόνια και των οδηγιών της Κομισιόν. Είναι η πολιτική που αναγνωρίζουμε στα νομοσχέδια για την Αξιολόγηση, τη Δια Βίου Εκπαίδευση, τον νέο Νόμο Πλαίσιο της ΝΔ, τις 15 προτάσεις για την Ανώτατη Παιδεία του ΠΑΣΟΚ. Είναι η πολιτική που προσπάθησε να ανατρέψει το άρθρο 16 και τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους για δημόσια δωρεάν παιδεία. Είναι η πολιτική που υποστηρίζουν δημοσιογράφοι, αναλυτές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Απέναντι στην πολιτική αυτή, αναπτύχθηκαν οι αγώνες των φοιτητών. Που εδώ και ένα χρόνο δίνουν τη μάχη, μαζικά και με διάρκεια. Με όρους νίκης, συγκροτώντας πανεκπαιδευτικό μέτωπο μαζί με τα ριζοσπαστικά κομμάτια των καθηγητών που εκφράζονται μέσα από την ΠΟΣΔΕΠ αλλά και τις υπόλοιπες εκπαιδευτικές ομοσπονδίες (ΟΛΜΕ, ΔΟΕ).
Είμαστε ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό μέσα και έξω από τις σχολές. Είμαστε ενάντια στο κοινό διεθνές σχέδιο για αναίρεση κάθε λαϊκής κατάκτησης, για βάθεμα και άπλωμα της φτώχειας, για ιδιωτικοποιήσεις, για θωράκιση μιας σιδερόφραχτης «δημοκρατίας», όπως το βλέπουμε και στην Ελλάδα να εκφράζεται από την πολιτική της κυβέρνησης.
Αγωνιζόμαστε για ένα φοιτητικό κίνημα κομμάτι του λαϊκού κινήματος, σε συντονισμό και κοινούς αγώνες με τους εργαζομένους και το λαό. Για πανεκπαιδευτικούς και παλλαϊκούς αγώνες για δημόσια και δωρεάν παιδεία, για δημόσια και δωρεάν υγεία, για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, ενάντια στον εργασιακό μεσαίωνα, για σταθερή δουλειά, για λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους, για πραγματικές αυξήσεις, για να ζουν όλοι με αξιοπρέπεια από το μισθό τους. Ειδικά σήμερα παλεύουμε μαζί με το λαό ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις σε όλα τα δημόσια αγαθά. Συντονιζόμαστε με την Ευρώπη των αγώνων και των κινημάτων ενάντια στις πολιτικές των Βρυξελλών. Ενάντια στην στρατηγική της Λισσαβόνας, στο Ευρωσύνταγμα, στις ευρωπαϊκές αναδιαρθρώσεις σε παιδεία, εργασία, κοινωνικά αγαθά.
Καλούμε σε συσπείρωση ενάντια στο δικομματισμό και τους εκφραστές τους στις σχολές. Στην Ελλάδα το νεοφιλελευθερισμό τον προωθούν από κοινού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζοντας το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ εξαπολύει άγρια επίθεση στους εργαζόμενους και τη νεολαία χρησιμοποιώντας την πιο άγρια καταστολή. Η άτακτη υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από τη συνταγματική αναθεώρηση οφείλεται στη γενική κατακραυγή και την πίεση μαζικών αγώνων. Οι νεοφιλελεύθερες απόψεις του παραμένουν. Στις σχολές η ΔΑΠ είναι το μακρύ χέρι της κυβέρνησης της ΝΔ με ανοιχτή τραμπούκικη και αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Η ΠΑΣΠ πολιτικά στηρίζει το νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ και κινηματικά αλλού εναντιώθηκε από την αρχή στο κίνημα, αλλού σύρθηκε και σε λίγες περιπτώσεις το στήριξε.
Υπερασπιζόμαστε την εκπαίδευση ως δημόσιο κοινωνικό αγαθό. Δεν υπερασπιζόμαστε το μίζερο παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Ο εχθρός των κυβερνώντων δεν είναι η σημερινή πραγματικότητα. Είναι τα χθεσινά δικαιώματα και οι κατακτήσεις που μέσα από αγώνες κατοχύρωσαν ότι δεν είναι όλα τα πράγματα για μπίζνες και εκμετάλλευση. Υπερασπιζόμαστε όχι αυτά που δημιούργησαν οι ίδιοι που κυβερνάνε σήμερα και που κυβερνούσαν 30 χρόνια πριν, αλλά αυτά που αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στο λαό και τη νεολαία.
Αγωνιζόμαστε ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και σε όλες τις ρυθμίσεις που την προωθούν (αξιολόγηση, νόμος πλαίσιο, δύο κύκλοι σπουδών, ΙΔΒΕ, ΔΟΑΤΑΠ κλπ). Είμαστε συνολικά αντίθετοι στους ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς, στον ΚΕΧΑΕ-Μπολόνια, Παράρτημα Διπλώματος, Πιστωτικές Μονάδες. Είμαστε αντίθετοι στο βάθεμα των λογικών της αγοράς μέσα στο πανεπιστήμιο, στην εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Ενάντια στη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου εργαζόμενου, ευέλικτου, αναλώσιμου, πειθαρχημένου, χωρίς δικαιώματα. Ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, στην υποχρηματοδότηση, στη βάση του 10, στα δίδακτρα, στη σύνδεση με επιχειρήσεις, και σε όλες τις πολιτικές που δίνουν χώρο στο κεφάλαιο. Η αναδιάρθρωση και η ιδιωτικοποίηση πάνε χέρι χέρι και είναι αλληλοσυμπληρούμενες πολιτικές.
Υποστηρίζουμε τους αγώνες και τα κινήματα. Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως οργανικό κομμάτι των νέων κοινωνικών κινημάτων, με τα πολύμορφα μέτωπα και την κουλτούρα που έχουν φέρει. Οι δικές μας αντιστάσεις, οι υπόλοιπες αντιστάσεις στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο (πχ Γαλλία) δείχνουν ένα δρόμο: Τα πράγματα δεν μπορούν να μένουν τα ίδια. Για να πηγαίνουν καλύτερα είναι αναγκαίοι μεγάλοι, μαζικοί, ενωτικοί, ανυποχώρητοι αγώνες. Δεν υπάρχει σήμερα άλλος δρόμος για ουσιαστικές κατακτήσεις, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να υπερασπίσουμε τα δικαιώματά μας, πέρα από τους μαζικούς αγώνες και το κίνημα. Είμαστε με τα κινήματα απέναντι στα προβλήματα και όχι με τη διαχείριση των προβλημάτων.
Εναντιωνόμαστε στο σημερινό σύστημα. Είμαστε νέοι και έχουμε όνειρα κι ο καπιταλισμός μας τα πνίγει. Η ανάγκη για κέρδος πνίγει την ανάγκη για ζωή, η ανάγκη για κυριαρχία πνίγει τους λαούς στο αίμα και στον πόλεμο. Είμαστε αντίθετοι στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, απαιτούμε να μην υπάρχει καμιά ελληνική συμμετοχή. Εναντιωνόμαστε στο σύστημα του κέρδους και της εκμετάλλευσης σε όλες του τις πλευρές και αγωνιζόμαστε για ένα κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και φτώχεια, πόλεμο και Νέα Τάξη, διακρίσεις και ρατσισμό, ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Όπλο μας είναι η ενωτική δράση της αριστεράς. Θεωρούμε ότι η ενωτική δράση της αριστεράς πάνω σε συγκεκριμένους στόχους είναι αυτή που βοηθάει να εκφραστούν μεγάλα και μαζικά κινήματα. Πολύ περισσότερο, κριτικάρουμε μια αντίληψη ανούσιας όξυνσης μεταξύ των δυνάμεων της αριστεράς μέσα στις σχολές. Αντιλαμβανόμαστε ως ιδιαίτερα αναποτελεσματική και ζημιογόνα μια τοποθέτηση που βάζει ως προϋπόθεση για την κοινή δράση της φοιτητικής αριστερας συνολική ιδεολογική και πολιτική συμφωνία. Κάνουμε αντιπαράθεση μέσα στην αριστερά για τις ουσιαστικές διαφορές, και προσπαθούμε όλοι να συγκεντρώσουμε δυνάμεις απέναντι στον κοινό αντίπαλο.
Λειτουργούμε και δρούμε από κοινού ανά σχολή, ανά πόλη και πανελλαδικά. Με κοινές διαδικασίες για την καθημερινή δράση στα προβλήματα ανά σχολή, για την αναζωογόνηση των συλλόγων και των διαδικασιών τους. Με κοινές πρωτοβουλίες, κοινά πλαίσια και προτάσεις στις συνελεύσεις, κοινή στάση στις φοιτητικές εκλογές. Με κοινές εκδηλώσεις και κοινά μαζέματα ανά πόλη. Βασική μας αρχή είναι ενότητα και συσπείρωση όπου είναι δυνατό και διάλογος και ανοιχτή, δημοκρατική αντιπαράθεση σε κοινές διαδικασίες όπου διαφωνούμε. Κάθε σχήμα και κάθε δύναμη έχει την αυτονομία και την ανεξαρτησία για κάθε πράξη του. Δίνουμε το κεντρικό μας στίγμα και συντονιζόμαστε πανελλαδικά, με δύο τουλάχιστον διήμερα το χρόνο, με τις κεντρικές πρωτοβουλίες που θα αποφασίζουμε, με ένα κοινό περιοδικό διαλόγου και πληροφόρησης. Εμπνεόμαστε από τις παραδόσεις του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, στις λογικές της συναίνεσης, της αμεσοδημοκρατίας και του αμοιβαίου σεβασμού.
Καλούμε στις προσεχείς φοιτητικές εκλογές όλες τις συνιστώσες του κινήματος να δώσουμε από κοινού την μάχη των φοιτητικών εκλογών με στόχο να ηττηθεί και σε αυτό το επίπεδο η ΔΑΠ και να μην επιτρέψουμε να «αναγεννηθεί» μια δήθεν αντιπολιτευόμενη ΠΑΣΠ. Μια ευρύτερη εκλογική συνεργασία, πέρα από τις δυνάμεις που συνυπογράφουμε αυτή τη διακήρυξη, του «μπλοκ των καταλήψεων», είναι πολύ πιο χρήσιμη και προωθητική για το κίνημα από την ανάγκη της ιδιαίτερης καταγραφής του κάθε ξεχωριστού χώρου.
Δεν σταματάμε στις εκλογές. Θα είμαστε εδώ και μετά από αυτές, να δώσουμε κοινούς αγώνες για όλα αυτά που μας ενώνουν.

Ας το τολμήσουμε!
11/03/2007

7.3.07

Έπιτύμβιον

Πέθανες -κι' έγινες και εσύ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε,
τρεις λόγοι αντιπροέδρων,εφτά ψηφίσματα για τις
υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή
θα την εξαγοράσω πολύ ακριβά κι όχι
με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη.
Ως ήσουν πάντα στη ζωή:
ο καλός,ο λαμπρός άνθρωπος,
ο οικογενειάρχης,ο πατριώτης.
Δε θα 'σαι ο πρώτος
ούτε δα κι ο τελευταίος.

5.3.07

54 Χρόνια από το θάνατο του Στάλιν

Με αφορμή τα 54 χρόνια από το θάνατο του Στάλιν
Άρθρο από την Εφημερίδα «Αριστερά!» φ. 117 (22/3/2003)

ΝΑ ΔΙΔΑΧΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Στις 5 Μάρτη έκλεισε μισός αιώνας από το θάνατο του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι ή Κόμπα ή Στάλιν. Έφυγε σε ηλικία 73 ετών το 1953. Το πένθος που ακολούθησε το θάνατό του, ανάμεσα στους απλούς σοβιετικούς πολίτες αλλά και εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, ήταν χωρίς προηγούμενο. Μισό αιώνα μετά, το κλίμα είναι πολύ διαφορετικό. Γράφτηκαν από τότε χιλιάδες βιβλίων και ιστορικών ρεπορτάζ, γυρίστηκαν δεκάδες ντοκιμαντέρ αρνητικότατης αποτίμησης.

Από τους μπολσεβίκους που αποτελούσαν την ηγεσία της επανάστασης το 1917, ο Στάλιν ήταν από τους λίγους με προλεταριακή καταγωγή. Διατήρησε έναν πληβειακό και λιτό τρόπο ζωής ακόμη κι όταν μεσουρανούσε, από τη δεκαετία του ’30 ως το θάνατό του. Από νεαρή ηλικία ανακατεύτηκε με τις παράνομες σοσιαλδημοκρατικές ομάδες που δρούσαν στις αστικές περιοχές του Καυκάσου. Ενθουσιάστηκε με τη γέννηση του μπολσεβίκικου ρεύματος το 1903, συντάχτηκε με αυτό και πρωτοστάτησε στην τοπική εργατική αναταραχή που ακολούθησε τη ρώσικη επανάσταση του 1905. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές. Μέχρι του 1913, που εξορίστηκε για τελευταία φορά για τέσσερα χρόνια, τα λιγοστά κείμενα που έχει ήδη γράψει φανερώνουν έναν επαναστάτη που –χωρίς να έχει τη λαμπρότητα ή «λαμπρότητα» άλλων- έχει μια ιδιαίτερη συγκρότηση και μέθοδο να προσεγγίζει τα πράγματα. Τα πιο γνωστά της περιόδου είναι ο «Σοσιαλισμός και αναρχισμός» και «Το εθνικό ζήτημα». Μέχρι το 1922 που ο Λένιν αποσύρεται βαριά άρρωστος, ο Στάλιν βρίσκεται μέσα στην καθοδηγητική τριάδα-τετράδα ενός κόμματος που έχει κερδίσει τον εμφύλιο, κυβερνά τη χώρα των Σοβιέτ και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Σταδιακά, ο Στάλιν θα γίνει ο ηγέτης των μπολσεβίκων, της ΕΣΣΔ και τελικά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Βρέθηκε εκεί μέσα από αντιπαραθέσεις, παλεύοντας για συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Η περίοδος Στάλιν
Η ιστορία του Στάλιν δεν είναι πια η ιστορία ενός προσώπου, οι προσωπικές του επιδιώξεις, προτιμήσεις ή αντιπάθειες. Είναι ταυτόχρονα η ιστορία ενός κόμματος, μιας χώρας, ενός διεθνούς κινήματος. Κάθε τοποθέτηση για τον Στάλιν εμπεριέχει γενικότερες πολιτικές εκτιμήσεις, εκτιμήσεις αντιπαραθέσεων, αντιλήψεων και τάσεων που αφορούν τάξεις, κράτη και μαζικά κινήματα όπου τα πρόσωπα καθοδηγούν, στηρίζουν ή αντιστέκονται. Να γιατί, μισό αιώνα μετά, το «ζήτημα Στάλιν» έχει και σήμερα ιδεολογική και πολιτική σημασία. Για παράδειγμα, οι «εύκολες» καθολικές καταδίκες του Στάλιν στην ουσία αποτιμούν αρνητικά όχι μόνο ένα πρόσωπο αλλά ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα της περιόδου 1717-53 ή βασικές του επιλογές, αδιαφορούν για την επαναστατική άνοδο της εποχής εκείνης κλπ.
Στα χρόνια αυτά έγινε η πρώτη στην ιστορία προλεταριακή επανάσταση, που απέσπασε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη από τον καπιταλισμό και βάλθηκε σε αντίξοες συνθήκες να οικοδομήσει μια άλλη κοινωνία, το σοσιαλισμό. Έγινε μπορετό να εξαπλωθεί το κομμουνιστικό κίνημα σε δεκάδες χώρες του κόσμου, μια διεθνής στρατιά για την ανατροπή του καπιταλισμού που έβαλε φωτιά σε αμέτρητα εθνικοαπελευθερωτικά, δημοκρατικά, αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Η σύγκρουση επανάστασης – αντεπανάστασης έγινε κομβικό ζήτημα στο διεθνή στίβο, αλλάζοντας και τον ίδιο τον καπιταλισμό, που υποχρεώθηκε να παραχωρήσει έδαφος. Αλλά ο καπιταλισμός αποπειράθηκε επίσης με το πιο αποκρουστικό του πρόσωπο, το φασισμό, να συντρίψει την επανάσταση, να λύσει τα αδιέξοδά του οδηγώντας σε ένα δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι τότε «φιλελεύθερες δημοκρατίες» δεν βρέθηκαν έξω από το παιχνίδι αυτό, ερωτοτρόπησαν με το φασισμό και τον αντικομμουνισμό του. Το τελικό όμως αποτέλεσμα ήταν μέσα από πρωτάκουστες θυσίες να ηττηθεί το εγχείρημα αυτό, να συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο η έκταση του καπιταλισμού, να διευρυνθεί η ζώνη των χωρών όπου είχε εγκαθιδρυθεί λαϊκή εξουσία, να δυναμώσει το επαναστατικό κίνημα. Κι όμως τη στιγμή που το κομμουνιστικό κίνημα δείχνει πιο ισχυρό από ποτέ, έχουν δρομολογηθεί στο εσωτερικό του διαδικασίες μιας αντίστροφης πορείας, διαδικασίες εκφυλισμού του, εκφυλισμού των μεταβατικών κοινωνιών και συμβιβασμού με τον ιμπεριαλισμό, που τα απότοκά τους βιώνουμε σήμερα.

Να λοιπόν που στην αποτίμηση του Στάλιν μπαίνουμε αναγκαία σε ιστορικές εκτιμήσεις. Η άνοδος της επανάστασης στα μέσα του 20ου αιώνα δεν αντιμετωπίζεται από όλους ως άλμα για τους καταπιεζόμενους. Η αστική σκέψη προφανώς δεν συμφωνεί με αυτό. Αρνείται ότι ο καπιταλισμός ευθύνεται για το φασισμό και τον πόλεμο, αρνείται βέβαια το θετικό για τους λαούς χαρακτήρα της επαναστατικής ανόδου, αποδίδει στον κομμουνισμό μια εγκληματική φύση, ένα καθεστώς ανελευθερίας. Οι καταπιεζόμενοι καλά θα κάνουν να βολευτούν με τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες», αν δεν υπήρχε κομμουνισμός δεν θα υπήρχε και φασισμός, που είναι περίπου το ίδιο πράγμα κοκ, απόψεις «βαθιές» και περισπούδαστες στις οποίες κολλάει μια χαρά ο «αρχιεγκληματίας» Στάλιν. Όχι τυχαία ο Στάλιν είναι η πλέον ασύμβατη με τα αστικά πρότυπα μορφή της προλεταριακής επανάστασης.

Για τις απ’ τα «αριστερά» καθολικές καταδίκες του Στάλιν τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Γιατί πρέπει ταυτόχρονα να συνταιριάξουν αυτή την καθολική καταδίκη με την ανοδική πορεία στα χρόνια 1923-53 (πράγμα που σε γενικές γραμμές δεν αμφισβητείται). Και εδώ αναδείχνονται τα αδιέξοδα αυτής της προβληματικής, που εγκλωβίζει τη σκέψη στο δίπολο «σταλινισμός» - αντισταλινισμός, δίπολο που ελάχιστη σχέση έχει με τις αντιθέσεις και τα ζητήματα που αναδείχτηκαν στην πορεία του διεθνούς προλεταριακού κινήματος εντός και εκτός ΕΣΣΔ στα χρόνια αυτά. Αλλά είναι αδύνατο να αποτιμηθεί όχι μόνο ο Στάλιν μα συνολικά το κίνημα αυτής της περιόδου χωρίς προσδιορισμούς που να αναδείχνουν (κι όχι να συσκοτίζουν σε κλισέ) τα ουσιαστικά ζητήματα και διλήμματα που τέθηκαν.

Οι Κινέζοι κομμουνιστές δεν ανήκαν στο στρατόπεδο των αντισταλινικών. Μετά τη «μυστική» αποκήρυξη του Στάλιν από το 20ο συνέδριο του ΚΚ Σ. Ένωσης («μυστική» αλλά έδωσαν την έκθεση στη CIA και από κει σε όλο τον κόσμο), το ΚΚ Κίνας ήταν κατεξοχήν το κόμμα που υπερασπίστηκε το Στάλιν, θεωρώντας θετική την κύρια πλευρά της συμβολής του στην υπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης και του σοσιαλισμού. Κι όμως δεν άσκησε «λίγη» κριτική. Συνοψίζοντας την πείρα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σ. Ένωση και στην Κίνα, ξεκαθάρισε ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται στην πορεία μετάβασης προς τον κομμουνισμό, κατηγορώντας για υποτίμηση αυτής της αλήθειας τον Στάλιν. Άσκησε κριτική στον διοικητισμό που εκφράστηκε στο σοβιετικό μοντέλο. Μίλησε για την αστική τάξη νέου τύπου που μπορεί να διαμορφωθεί μέσα στο ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα και στο κράτος του προλεταριάτου. Ακριβώς η θετική αποτίμηση ως κύρια πλευρά του έργου του Στάλιν επέτρεψε στους Κινέζους κομμουνιστές να ασκήσουν την πιο βαθιά κριτική στα λάθη της «σοβιετικής σχολής».

Είναι, γι’ αυτό που το ΚΚ Κίνας εξαπέλυσε μια δεύτερη επανάσταση μέσα στην επανάσταση το 1966, τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση, όπου στο στόχαστρο βρέθηκε η διευθυντική γραφειοκρατία σε κράτος, εργοστάσια, πανεπιστήμια αλλά και στο ίδιο το κόμμα. Τεράστιες μάζες λαού, κυρίως νεολαίας και εργατών, διαδήλωσαν, άσκησαν κριτική και επιτέθηκαν σε όσους εκμεταλλεύονται τις θέσεις τους για την αύξηση της δικής τους ισχύος και όχι για την υπηρέτηση του λαού και της επανάστασης. Κατά ένα περίεργο τρόπο, οι κάθε είδους θιασώτες της απ’ τα «αριστερά» καταδίκης του «σταλινισμού», μαζί με τους κάθε είδους «αγιογράφους» του Στάλιν, δεν βρίσκουν κανένα ενδιαφέρον στη ΜΠΠΕ, αν δεν την καταδικάζουν κιόλας. Πραγματικά περίεργο!

Τα άλματα και οι αρνητικές πλευρές
Για να ξαναγυρίσουμε στα του Στάλιν, η κύρια πλευρά της συμβολής του είναι θετική γιατί απέναντι στα κύρια καθήκοντα και στρατηγικές μάχες που αναφέρθηκαν για τα χρόνια 1923-53, οι μπολσεβίκοι και το διεθνές επαναστατικό κίνημα κατάφεραν νίκες ιστορικής σημασίας για τους λαούς. Σε αυτή την πολυσύνθετη πορεία όπου ανοίχτηκαν απάτητα μονοπάτια για το διεθνές προλεταριάτο, υπήρξαν ταυτόχρονα σημαντικές αρνητικές πλευρές. Σε ένα βαθμό αυτές οφείλονταν σε αντικειμενικούς παράγοντες που επέβαλαν οι αντιξοότητες και το ανεξερεύνητο, ήταν δηλαδή «στο πρόγραμμα», και σε ένα άλλο βαθμό οφείλονταν σε σοβαρά λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα. Οι πλευρές αυτές, δευτερεύουσες για εκείνη την ανοδική περίοδο ακριβώς γιατί ήταν ανοδική, θα γίνουν κυρίαρχες με την επικράτηση του ρεβιζιονισμού. Άρα υπάρχουν ευθύνες στην περίοδο Στάλιν για τη μετέπειτα αντίστροφη πορεία που εκφύλισε το κομμουνιστικό κίνημα.
Ανάμεσα στον τερματισμό του εμφύλιου και της ξένης επέμβασης στην επαναστατημένη Ρωσία και στον ολοκληρωτικό χιτλερικό πόλεμο ενάντια στην ΕΣΣΔ το 1941 μεσολαβούν λιγότερο από δυο δεκαετίες. Άρα η Σοβιετική Ένωση, μια μεταβατική κοινωνία, θα πρέπει να κριθεί για τα βήματά της σ’ αυτό το σύντομο διάστημα προς το σοσιαλισμό και απέναντι στο διεθνές κίνημα. Με δεδομένη την περικύκλωση και απομόνωση της ΕΣΣΔ, η καθυστερημένη Ρωσία μεταμορφώθηκε σε μια σύγχρονη χώρα που όχι μόνο έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στη υπερνίκηση του φασισμού, αλλά χτίστηκε το πρώτο προλεταριακό κράτος που αποτέλεσε φάρο ελπίδας για εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο, σηκώνοντας ψηλότερα τη σημαία του κομμουνισμού.

Η περίφημη «στροφή» το 1929 έβαλε τις βάσεις της εκβιομηχάνισης και κολεκτιβοποίησης της γεωργίας, με κυρίως προλεταριοποίησε από πάνω μέχρι κάτω όλο τον κρατικό και παραγωγικό μηχανισμό. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το να γίνει ένας προλετάριος διευθυντής εργοστασίου κλπ δεν σημαίνει ότι θα παραμείνει και αύριο προλετάριος στη συνείδηση και στα συμφέροντά του, ούτε η μονοπρόσωπη διεύθυνση είναι η προοπτική «κομμουνιστική» λύση. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει το τεράστιο βήμα μπροστά που συνιστά η ίδια η προλεραριοποίηση. Εκτός κι αν γίνεται κριτική για την κριτική. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι αντιπολιτεύσεις μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, στις οποίες αναφέρονται σήμερα οι κάθε είδους «αριστεροί» κριτικοί του Στάλιν, δεν κατηγορούσαν την ανεπάρκεια του βήματος αλλά αντιτέθηκαν στο ίδιο το βήμα. Η πλειοψηφία μιας νεαρής εργατικής τάξης ρίχτηκε τότε με ενθουσιασμό σε μια μαζική, συλλογική, χωρίς υλικά κίνητρα προσπάθεια να χτιστεί ένας άλλος κόσμος. Ήταν μετά το ’29 που ουσιαστικά η εργατική δύναμη έπαψε να λογαριάζεται για εμπόρευμα. Ακόμη κι αν δεν έφτασε η «σταλινική» ΕΣΣΔ στην υλική αφθονία, από όλες τις άλλες πλευρές, την εκμετάλλευση, την καταπίεση, την αλλοτρίωση, ο σοβιετικός εργάτης ήταν σε πολύ καλύτερη θέση και απ’ αυτόν στις πιο προηγμένες χώρες της Δύσης, που επιπλέον εκείνη την περίοδο βυθιζόταν στην οικονομική κρίση. Αυτό ποτέ δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά.

Στις αντιπαραθέσεις, ανοιχτές μα κυρίως έμμεσες, που ακολούθησαν και οδήγησαν εντέλει στην όξυνση και στην τρομοκρατία των χρόνων ’37-’38, βρέθηκε στο στόχαστρο ένα τμήμα του διευθυντικού στρώματος το οποίο είχε αναδειχτεί από όλη την εκβιομηχάνιση καθώς και από τη μεγένθυση του κόμματος και του κράτους. Είναι περίοδος έντασης των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, που θέλουν να στρέψουν το ναζιφασισμό ενάντια στην ΕΣΣΔ, και η προετοιμασία της δεύτερης για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου. Η πλειοψηφία όσων διώχτηκαν την περίοδο αυτή (πέρα από κουλάκους και πρώην εκμεταλλευτικά στοιχεία) ήταν αυτή η περιβόητη «νομενκλατούρα», κομματική, κρατική, διευθυντική. Αλλά η αντιπαράθεση παρέμεινε «κολοβή», χωρίς καθοδηγητική γραμμή ή με μια λαθεμένη γραμμή που, αρνιόταν ότι στην ΕΣΔ μπορούσαν να υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις, οι στόχοι εντοπίζονταν ανάμεσα στους «σαμποταριστές», «κατασκόπους» κλπ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, με δεδομένο ακόμη τον κίνδυνο εκδήλωσης ενός πραξικοπήματος βοναπαρτικού χαρακτήρα (η υπόθεση του στρατάρχη Τουχατσέφσκι είναι ενδεικτική), να αποκτήσουν απαράδεκτα μεγάλη εξουσία οι μηχανισμοί ασφαλείας, των οποίων στελέχη έπεσαν σε δεύτερη φάση οι ίδιοι θύματα των διώξεων, για έλλειψη περιορισμού των στόχων. Η όλη κατάσταση ξέφυγε από μια στιγμή και μετά από κάθε έλεγχο και αξιοποιήθηκε για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών κάθε είδους με βάση συσσωρευμένες αντιπαλότητες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Ο κρατικισμός, σώμα ξένο προς τον κομμουνισμό, εντείνεται αυτή την περίοδο, θεωρητικοποιείται το 1939 στο 18ο συνέδριο από τον Στάλιν, και βέβαια «αντικειμενικά» θα κορυφωθεί στη διάρκεια του αντιφασιστικού πατριωτικού πολέμου. Δίπλα του θα ενταθούν φαινόμενα εθνικισμού όσο και διάφορες εκφάνσεις της αστικής ιδεολογίας και πρακτικής στο επίπεδο του εποικοδομήματος. Αυτές οι αρνητικές καταστάσεις θα αποτελέσουν τον κύριο σύμμαχο του ρεβιζιονισμού και των ανώτερων στρωμάτων που εξέφραζε όταν αυτά μετά τον θάνατο του Στάλιν θα βάλουν πλώρη για το «ξεκαθάρισμα του τοπίου».

Η «αποσταλινοποίηση» σαν άρνηση της επανάστασης
Αρχές δεκαετίας του ’50 κι ενώ η ισχύς και το κύρος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, των αριστερών ιδεών και του επαναστατικού κινήματος διεθνώς είναι μεγαλύτερο από ποτέ, έχουν διαμορφωθεί καταστάσεις, κυρίως από την περίοδο του αντιφασιστικού αγώνα, που απαιτούσαν το ξεκαθάρισμα ό,τι αρνητικού, σκουριασμένου σωρεύτηκε στην τιτάνια αυτή προσπάθεια. Απαιτούσαν την ουσιαστική συζήτηση και τον επανακαθορισμό των στόχων του προλεταριακού κινήματος με βάση τα νέα δεδομένα, που ήταν ριζικά διαφορετικά από τα προπολεμικά. Δεν πρόκειται για μια εύκολη «εκ των υστέρων» άποψη, αλλά για απαίτηση που εκφράστηκε και την εποχή εκείνη σε πολλά κομμουνιστικά κινήματα (και στο ελληνικό). Το ξεκαθάρισμα αυτό δεν έγινε και αντίθετα κυριάρχησε μια ορισμένη στασιμότητα. Δεν έγινε ούτε στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ (με την κινητοποίηση των μαζών, που άλλωστε στήριζαν ακόμα ολόψυχα το καθεστώς) ούτε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Για τη στασιμότητα αυτή έχει μεγάλες ευθύνες προσωπικά ο ίδιος ο Στάλιν, και αποτελεί ίσως το πιο μεγάλο και αδικαιολόγητο από τα λάθη του. Ιδιαίτερα οι αρνητικές πλευρές στις σχέσεις ΚΚΣΕ και άλλων κομμουνιστικών κομμάτων κατά την περίοδο Στάλιν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα αντίστροφη πορεία. Αυτό αναδείχτηκε και από την κριτική που ασκήθηκε αργότερα από το ελλαδικό αντιρεβιζιονιστικό κίνημα και τη σημαντικότερη μορφή του, τον Γιάννη Χοντζέα.

Αφού δεν έγινε αυτό το ξεκαθάρισμα και ο επανακαθορισμός στόχων, η «αποσταλινοποίηση» που ακολούθησε από τους ρεβιζιονιστές δεν αποτελούσε διόρθωση των λαθών, αλλά στο όνομα υπαρκτών και ανύπαρκτων λαθών και με την κατασυκοφάντηση του ίδιου του Στάλιν επιχειρήθηκε η ακύρωση της μέχρι τότε πορείας. Η μη ανάδειξη αυτής της ακύρωσης και δεξιότατης ρεβιζιονιστικής στροφής από τους «αριστερούς» κριτικούς του «σταλινισμού» αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το λαθεμένο και δεξιό χαρακτήρα της κριτικής τους. Γιατί από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 η πολιτική των σοβιετικών αλλά και ενός μεγάλου τμήματος του κομμουνιστικού κινήματος δεν χαρακτηριζόταν πλέον απλώς από λάθη σε μια γενικά επαναστατική κατεύθυνση, αλλά από την άρνηση αυτής της ίδιας της επανάστασης, την αναθεώρηση των αρχών της και των αρχών του μαρξισμού. Η κυριαρχία του αναθεωρητισμού (ρεβιζιονισμού) συνιστούσε μια μεγάλη δεξιά στροφή. Η στροφή αυτή στην ΕΣΣΔ μεταφραζόταν σε έναν συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό, ενώ συνολικά στην ΕΣΣΔ και στις χώρες με λαϊκή εξουσία μεταφραζόταν επίσης σε παραχωρήσεις προς τις δυνάμεις της αγοράς και πισωγυρίσματα στον καπιταλισμό (με την κατάρρευση του ’89-’91 ζήσαμε μονάχα την τελευταία πράξη του έργου). Στα ρεβιζιονιστικά κομμουνιστικά κόμματα που δρούσαν σε καπιταλιστικές χώρες μεταφραζόταν στη μετατροπή τους σε μεταρρυθμιστικές δυνάμεις. Αυτή η δεξιότατη στροφή έγινε υπό το πρόσημο μιας «αποσταλινοποίησης», που ελάχιστα επιτέθηκε στα πραγματικά λάθη της περιόδου Στάλιν και αντίθετα επιτέθηκε στις επαναστατικές πλευρές της πολιτικής του. Έτσι, το «ζήτημα Στάλιν», η υπεράσπιση του Στάλιν από τα κόμματα που έμειναν πιστά στην προοπτική της επανάστασης, έγινε σημαντικότατο πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα. Αυτό δεν τα εμπόδισε να ασκήσουν την πιο βαθιά κριτική στην περίοδο εκείνη.

Παρ’ όλα τα λάθη, μικρά και μεγάλα, αντικειμενικού ή υποκειμενικού χαρακτήρα, ο Στάλιν στάθηκε αδιάλλακτος πολέμιος του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, συντάχθηκε με την πλευρά της εργατικής τάξης και της Αριστεράς των μπολσεβίκων σε όλες τις αντιπαραθέσεις, με τη δική του καθοδήγηση και ηγεσία καταχτήθηκαν η μια μετά την άλλη απάτητες κορυφές, και μέχρι το τέλος της ζωής του στήριξε με συνέπεια αυτό που μέχρι τότε είχε κατακτηθεί από τους μπολσεβίκους σαν δρόμος της παγκόσμιας επανάστασης. Συγκαταλέγεται για αυτό ανάμεσα στους μεγάλους επαναστάτες κομμουνιστές του 20ου αιώνα. Η παραδοχή αυτής της αλήθειας είναι αναγκαία για την εξαγωγή της θετικής και αρνητικής πείρας του κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της περιόδου, για την πιο βαθιά και ουσιαστική κριτική στις αρνητικές πλευρές. Χωρίς την παραδοχή αυτή, η κριτική περισσότερο συσκοτίζει παρά φωτίζει τα πράγματα, περνά θελημένα ή άθελα στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Ιδεολογική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας

Η κριτική των Κινέζων Κομμουνιστών

Εφημερίδα «Αριστερά!» φ. 117, (22/3/2003)

Το ΚΚ Κίνας υπερασπίστηκε το Στάλιν απέναντι στις δεξιές και ανέντιμες επιθέσεις των ρεβιζιονιστών. Αυτό δεν εμπόδισε το ΚΚΚ να ασκήσει αυστηρή κριτική για την περίοδο εκείνη.

«Κατά την αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων, ως προς τη μέθοδο σκέψης, ο Στάλιν απομακρύνθηκε από το διαλεχτικό υλισμό και έπεσε στη μεταφυσική και στον υποκειμενισμό, και γι’ αυτό του συνέβηκε μερικές φορές να απομακρυνθεί από την πραγματικότητα και να αποσπαστεί από τις μάζες. Στους αγώνες που διεξήγαγε, τόσο μέσα στο κόμμα όσο κι έξω, δεν ξεχώρισε, σε ορισμένες στιγμές και σε ορισμένα προβλήματα, τις δυο κατηγορίες των αντιθέσεων διαφορετικού χαρακτήρα –των αντιθέσεων ανάμεσα στον εχθρό και σε μας και των αντιθέσεων ανάμεσα στο λαό- όπως και τις διαφορετικές μεθόδους για τη λύση αυτών των δύο κατηγοριών αντιθέσεων. Το έργο της εκκαθάρισης της αντεπανάστασης, που άρχισε με την καθοδήγησή του, επέτρεψε να τιμωρηθούν όπως τους ταίριαζε πολλά αντεπαναστατικά στοιχεία, που έπρεπε να τιμωρηθούν. Ωστόσο, μαζί μ’ αυτά τα στοιχεία καταδικάστηκαν άδικα και τίμιοι άνθρωποι, και έτσι ο Στάλιν διέπραξε το σφάλμα να διευρύνει τα πλαίσια της καταστολής στα 1937 και στα 1938. Στις οργανώσεις του κόμματος και στους κρατικούς οργανισμούς, ο Στάλιν δεν εφάρμοσε πλήρως και ολοκληρωτικά το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του προλεταριάτου, ή τον παραβίασε ως ένα βαθμό. Σφάλματα διέπραξε και στις σχέσεις ανάμεσα στα αδελφά κόμματα και ανάμεσα στις αδελφές χώρες. Και ακόμα, διατύπωσε μέσα στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ορισμένες εσφαλμένες συμβουλές. Όλα αυτά τα σφάλματα προκάλεσαν ζημιές στη Σοβιετική Ένωση και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Τόσο οι υπηρεσίες που πρόσφερε ο Στάλιν στη ζωή του όσο και τα σφάλματα που διέπραξε είναι αντικειμενικά ιστορικά γεγονότα. Αν συγκρίνουμε τις υπηρεσίες με τα σφάλματά του, υπερισχύουν οι υπηρεσίες. Γιατί στη δραστηριότητά του Στάλιν το κύριο είναι το θετικό έργο, ενώ τα σφάλματα κατέχουν δευτερεύουσα θέση [...]

Κατά την προσπάθειά μας να γνωρίσουμε και να κρίνουμε σωστά τα σφάλματα του Στάλιν και να τα ξεπεράσουμε, πρέπει να διαφυλάξουμε ό,τι ουσιαστικό υπήρχε στη ζωή του, να διαφυλάξουμε το μαρξισμό – λενινισμό που αυτός υπερασπίστηκε και ανέπτυξε».

«Για το ζήτημα Στάλιν»
(Άρθρο της Λαϊκής Ημερησίας
και της Κόκκινης Σημαίας 6/9/1963).


Διαβάστε:

«15 χρόνια από το θάνατο του Στάλιν», Οργάνωση Μαρξιστών – Λενινιστών Ελλάδας, 1968 (επανέκδοση των εκδόσεων Α/συνέχεια).

«Ρεβιζιονισμός, παλινόρθωση, Νέα Τάξη Πραγμάτων» από τις εκδόσεις Α/συνέχεια, σελ. 57-65.

2.3.07

Σύντομο περίγραμμα της ζωής του Γιάννη Χοντζέα

Ο Γιάννης Χοντζέας γεννήθηκε το 1930 στην Κορώνη Μεσσηνίας και πέρασε τα πρώτα παιδικά και σχολικά του χρόνια, σε μια φτωχογειτονιά της Καλαμάτας, την Φυτιά, ζώντας από κοντά τη φτώχεια και τη δυστυχία, αλλά και την ομορφιά και τους αγώνες της εργατιάς. Ό πατέρας του δάσκαλος και απόφοιτος της Γεωργικής Σχολής της Πάτρας, ήταν ένας καλλιεργημένος και αξιόλογος άνθρωπος, που προκειμένου να βοηθήσει τον τόπο του παρέμεινε στην Μεσσηνία, αρνούμενος να ακολουθήσει τις προκλήσεις για μια μεγάλη καριέρα. Η μάνα του ήταν μια ξεχωριστή μορφή. Αγράμματη αλλά πανέξυπνη γυναίκα με φοβερή κατανόηση και ανεκτικότητα για τους νέους. Συμπαραστάθηκε πολύ στο Γιάννη και στα δυό του αδέλφια που πήραν μέρος στο κίνημα, παρά το γεγονός ότι είχε χάσει δέκα από τα δεκατρία παιδιά της σε διάφορες ηλικίες. Το 1934 ο στρατός χτυπάει με πολυβόλα διαδήλωση εργατών στην Καλαμάτα αφήνοντας πίσω του 7 νεκρούς, ενώ το 1935 και το 1936 στην περιοχή ξεσπούν αγροτικές εξεγέρσεις. Ο απόηχος των γεγονότων αυτών σημάδεψε τα παιδικά του χρόνια.
Με τη διχτατορία του Μεταξά φεύγει με την οικογένειά του στην Αθήνα και τελειώνει το δημοτικό και τις πρώτες τάξεις του οκτατάξιου γυμνάσιου στη Γούβα. Όταν ξεσπάει ο πόλεμος το 1941 όλη η οικογένεια επιστρέφει στην Καλαμάτα και σε ηλικία 11 χρονών ο Γιάννης Χοντζέας αποκτά τις πρώτες επαφές με την Αντίσταση. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν ήδη οργανωμένα στην ΕΠΟΝ. Το 1942 χάνει τον πατέρα του. Το 1943 επιστρέφει στην Αθήνα. Τώρα συμμετέχει πια ενεργά στο αντιστασιακό κίνημα της νεολαίας και γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ. Κύρια δραστηριότητά του ήταν ο χώρος της σπουδάζουσας νεολαίας. Σύντομα γίνεται μέλος του ΚΚΕ κατ’ εξαίρεση παρ’ όλο που σύμφωνα με το καταστατικό ήταν πολύ μικρός στην ηλικία. Από το σημείο αυτό αναλαμβάνει πολύ ειδικές αποστολές στα πλαίσια του αντιστασιακού κινήματος, όπου μόνο τα πιο αποφασισμένα και καταρτισμένα μέλη του κόμματος έπαιρναν μέρος.
Δραστηριοποιείται κυρίως στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας με το ψευδώνυμο Αριστείδης, πάντα στην πρώτη γραμμή σε όλες τις μικρές και μεγάλες κινητοποιήσεις της κατοχής. Τη φωνή του την άκουγαν χιλιάδες αθηναίοι από το χωνί που σάλπιζε τον απελευθερωτικό αγώνα. Στο Σκοπευτήρι της Καισαριανής, την πρωτομαγιά του 1944 όταν εκτελέστηκαν οι 200 κομμουνιστές, ήταν τριγύρω ζώντας κι αυτός μαζί με τους συγγενείς το δράμα της εκτέλεσης. Στη διάρκεια της κατοχής συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για λίγο από τους Ιταλούς.
Στο κάστρο του Υμηττού και όλα όσα επακολούθησαν, ο ρόλος του Αριστείδη ήταν πρωτοπόρος στην έκφραση της αγανάκτησης και της έπαρσης για τη δολοφονία των τριών αγωνιστών. Τα συνθήματα που γράφτηκαν στο κάστρο του Υμηττού ήταν γραμμένα με το χέρι του Γιάννη. Στα φοβερά μπλόκα του μεγάλου καλοκαιριού του ’44 ο Γιάννης Χοντζέας ήταν εκεί, προσπαθώντας να εμψυχώσει, να αντιμετωπίσει, να ξεσηκώσει πολεμώντας για έξοδο ή για τις μικρότερες δυνατές απώλειες.
Το Δεκέμβρη (ο Γιάννης πάντα μιλούσε για τρεις ένοπλες επαναστάσεις του ελληνικού λαού: το 1941-44, το Δεκέμβρη και το 1946-49) πολεμά ενάντια στην εθνοπροδοτική στάση του δοσιλογισμού και την επέμβαση των άγγλων ιμπεριαλιστών. Το σύνθημα «όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα» γράφτηκε με δική του πρωτοβουλία. Αναρίθμητες ήταν οι φορές που σύρθηκε σε αστυνομικά τμήματα της Αθήνας και των περιχώρων όπου ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους ταγματασφαλίτες.
Μετά το Δεκέμβρη ακολουθεί τον ΕΛΑΣ στην υποχώρηση και επιστρέφει παράνομα με απόφαση του κόμματος. Στο συνέδριο της ΕΠΟΝ το 1946 η δράση του αναφέρεται σαν παράδειγμα στην εισήγηση του κεντρικού συμβουλίου.
Μετά το Δεκέμβρη, ακολουθεί τον ΕΛΑΣ στην και επιστρέφει στην Αθήνα παράνομα με απόφαση του κόμματος. Συλλαμβάνεται από τη χωροφυλακή, όπου κακοποιήθηκε και ξυλοκοπήθηκε άγρια. Στις αρχές του 1945 συλλαμβάνεται και πάλι στη Γούβα από τους χίτες και οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα του Υμηττού. Ακολουθεί νέος ξυλοδαρμός αλλά και βασανιστήρια με φάλαγγα, που τον καθήλωσαν για μερικές βδομάδες στο κρεβάτι.
Αργότερα, κι ενώ δούλευε στο Ριζοσπάστη, συλλαμβάνεται πάλι έξω από τη βάση του Ελληνικού, αυτή τη φορά από τους άγγλους. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης με την αλύγιστη υπομονή του κορόιδευε τον άγγλο αξιωματικό που έχασε την ψυχραιμία του και το παραδοσιακό εγγλέζικο φλέγμα. Όταν αργότερα τον ρωτούσαμε τι εννοεί «χάσιμο του εγγλέζικου φλέγματος», απαντούσε γελώντας: «Δεν κατάλαβες; Έπεσε ξυλοβρόντι».
Στο πρώτο συνέδριο της ΕΠΟΝ το 1946 στο οποίο συμμετέχει, η δράση του ενάντια στην τρομοκρατία αναφέρεται και προβάλλεται σαν παράδειγμα στην εισήγηση του Κεντρικού Συμβουλίου.
Το 1947 συλλαμβάνεται και πάλι. Αρχίζει πλέον η περίοδος της εξορίας που κράτησε σχεδόν δέκα χρόνια. Ψυτάλλεια, Ικαρία, Μακρόνησος, Αη-Στράτης. Κρατάει παντού, αντέχει σε ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια, βαστιέται όρθιος ακόμα και στη Μακρόνησο, στο «σύρμα». Γράφει ο ίδιος: «Όταν μας μπαρκάρανε για το Μακρονήσι ξέραμε δυό πράγματα: Πως εκεί δύσκολα βαστάς. Είναι ζήτημα αν βαστάει το 1%. Και στο 1% περιλαμβάνονται πεθαμένοι, τρελοί, σακατεμένοι και μερικοί λίγο υγιείς». Σ’ αυτό το 1% περιλαμβάνεται και ο Γιάννης Χοντζέας. Γιατί σ’ αυτόν κυριαρχούσε όχι το σύνθημα που αντίκριζαν οι αγωνιστές φτάνοντας στο Μακρονήσι και που άκουγαν καθημερινά στα μεγάφωνα «ΕΔΩ ΖΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ», αλλά το άγραφο σύνθημα των αγωνιστών «ΕΔΩ ΖΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ»…Στη Μακρόνησο χτυπήθηκε και βασανίστηκε άγρια πολλές φορές. Σε μια επίθεση των Αλφαμιτών χτυπήθηκε στον αυχένα με συνέπεια να μείνει αναίσθητος και να μεταφερθεί στο αναρρωτήριο της Μακρονήσου με αφωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το χτύπημα αυτό τον βασάνιζε σ’ ολόκληρη τη ζωή του.
Στα δέκα χρόνια της εξορίας του και παρά τις ταλαιπωρίες και τα βασανιστήρια, ο Γιάννης Χοντζέας δεν έπαψε να προβληματίζεται και να παρεμβαίνει κάτω από δύσκολες συνθήκες στις πολιτικές εξελίξεις και τα σοβαρά ζητήματα που απασχολούσαν το κομμουνιστικό κίνημα. Παράλληλα, με αστείρευτο κουράγιο, θέληση και υπομονή, έπαιρνε μέρος σ’ ολόκληρο το φάσμα των δραστηριοτήτων των εξόριστων: πολιτικές συζητήσεις, οργάνωση των συνθηκών διαβίωσης, διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων κλπ. με τη θέληση, την πολιτική συγκρότηση και τα «αστεία», στάθηκε πάντα ένας ξεχωριστός άνθρωπος σε κάθε δύσκολη κατάσταση.
Κατά την παραμονή του στη Μακρόνησο ήταν από τους ελάχιστους που είχαν διατυπώσει διαφωνίες με τη γραμμή που ακολούθησε το κίνημα μέχρι το 1947. Η κριτική αυτή, διατυπωμένη σε δύσκολη περίοδο, που αφορούσε τις συμφωνίες της Βάρκιζας και του Λιβάνου κλπ, δόθηκε κανονικά στην καθοδήγηση του κόμματος. Στον Αη-Στράτη παίρνει ενεργά μέρος στις σοβαρότατες αντιστάσεις που πρόβαλαν οι εξόριστοι στα πρώτα βήματα της ρεβιζιονιστικής στροφής στο ΚΚΕ, απορρίπτοντας τη γραμμή της συμφιλίωσης και του συμβιβασμού.
Διατυπώνει τις έντονες αντιρρήσεις του στις αποφάσεις της 6ης ολομέλειας του ΚΚΕ όπου στην ουσία το ΚΚΣΕ επιβάλει πραξικοπηματικά τη ρεφορμιστική του στροφή στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα. Η στάση του αυτή προκαλεί εντύπωση γιατί ορισμένοι πίστευαν ότι, καθώς είχε ήδη διατυπώσει διαφορετικές απόψεις για τις αποφάσεις του ΚΚΕ μετά το 1944 και ήταν κριτικός προς την παλιά καθοδήγηση, θα στεκόταν φιλικά στο «νέο πνεύμα» που επιβλήθηκε στο κόμμα.
Επιστρέφει από την εξορία λίγο πριν τις εκλογές του 1958. Η αντιμετώπιση που του επιφυλάχθηκε από την ΕΔΑ, καθώς και άλλων συντρόφων του, ήταν μια συνεχής προσπάθεια περιθωριοποίησής και απομόνωσης. Αυτό ήταν το τίμημα για τις πολιτικές του απόψεις. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και κάτω από την επιμονή του να δουλέψει για την ΕΔΑ, του αλλάζουν συνεχώς τομείς δραστηριότητας. Παράλληλα επιχειρείται συστηματικά να διαβληθεί στα μάτια των συντρόφων, να φθαρεί, ενώ δεν λείπουν και προσπάθειες να δυσκολευτούν ακόμα περισσότερο οι συνθήκες διαβίωσής του. Ο Γιάννης Χοντζέας τους διαψεύδει με τη στάση του. Όσοι συνεργάστηκαν μαζί του ειλικρινά την περίοδο εκείνη, κερδίζονται από τις απόψεις και το χαρακτήρα του. Οι παρεμβάσεις του σε συσκέψεις και κομματικές συγκεντρώσεις γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό. Η απόπειρα επιβολής της ρεβιζιονιστικής γραμμής στο ΚΚΕ συναντάει σοβαρές δυσκολίες και ο Γιάννης Χοντζέας ήταν -μεταξύ πολλών άλλων- από τους πρωταγωνιστές της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της ΕΔΑ.
Στα χρόνια αυτά 1960-64 μέσα σε συνθήκες βίας και τρομοκρατίας υπάρχει μια έντονη ανάπτυξη αγώνων στον τομέα της αντιτρομοκρατικής πάλης με αποκορύφωμα τις λαϊκές κινητοποιήσεις μετά το βασιλικό πραξικόπημα του 1965. Στα χρόνια αυτά, το αριστερό κίνημα μπαίνει στην υπηρεσία των σκοπών και επιδιώξεων της φιλελεύθερης αστικής τάξης που εκπροσωπούσε η Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου χαρίζοντάς του ουσιαστικά την τεράστια EAΜική μάζα.. Διεθνώς είναι η περίοδος που έχει συντελεστεί η ρεβιζιονιστική στροφή στο ΚΚΣΕ και η σοβιετική διπλωματία εξαντλεί όλες τις δυνάμεις της για να περιορίσει το όλο και περισσότερο αναπτυσσόμενο κύμα των θυελλών που ξεσπά στον κόσμο. Στα πλαίσια του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ξεσπά η αντικινέζικη εκστρατεία και η καταγγελία των κομμάτων που δεν πειθαρχούν στη γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες –που η ανάλυσή τους δεν μπορεί να γίνει εδώ- επιβάλλεται επιτακτικά η ανάγκη της προβολής μιας άλλης πολιτικής. Το καθήκον αυτό στάθηκε υπόθεση ενός πολύ περιορισμένου αριθμού ανθρώπων που όμως έβρισκε τα χρόνια εκείνα μεγάλη απήχηση, τέτοια που έδειχνε τι θα μπορούσε να συμβεί κάτω από άλλους όρους.
Ο Γιάννης Χοντζέας παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και συσπείρωση δυνάμεων για την ανταπόκριση στα νέα καθήκοντα που η εποχή έθετε. Μεταφράζει κείμενα και βιβλία, που εκδίδονται από τις Ιστορικές Εκδόσεις, σε συνθήκες που είχε ήδη ξεκινήσει ένας αληθινός πόλεμος από τους υπεύθυνους της ΕΔΑ και άλλους συγκροτηματάρχες για το «θάψιμο» ορισμένων απόψεων. Διαγράφεται από την ΕΔΑ και από τον Ιούνη του 1964 πρωταγωνιστεί στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης κίνησης και την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση». Συμμετέχει αποφασιστικά στον καθορισμό της γενικής γραμμής που αποτέλεσε την πολιτική και ιδεολογική βάση του μ-λ κινήματος στη χώρα μας. Αρθρογραφεί στην «Αναγέννηση» και στο «Λαϊκό Δρόμο» που κυκλοφορεί από το 1967 και παίρνει μέρος στην καθημερινή πολιτική δουλειά.
Η δικτατορία το 1967 βρίσκει την κίνηση αυτή σε μια κρίσιμη φάση της πορείας της με αντιθετικές πλευρές στην ανάπτυξή της αλλά με καθορισμένη πολιτική γραμμή. Παρά τις δύσκολες συνθήκες η δραστηριότητα συνεχίζεται κάτω από δύσκολες συνθήκες και ιδρύεται η ΟΜΛΕ (Οργάνωση μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας). Από το Νοέμβρη του 1968 κυκλοφορεί η «Προλεταριακή Σημαία». Ο Γιάννης Χοντζέας παραμένει στην Ελλάδα και καθοδηγεί την οργάνωση από την παρανομία μέχρι το 1969 οπότε και συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Παρθένι, στρατόπεδο εξορίστων της Λέρου. Εκεί πληροφορείται το θάνατο της μητέρας του που είχε να την δει πριν από το πραξικόπημα…Μετά τη διάλυση του στρατοπέδου εκτοπίζεται στην Αγία Μαρίνα της Λέρου σε καθεστώς «ελεύθερης διαβίωσης». Από την εξορία συνεχίζει να στέλνει κείμενα με πολιτικές υποδείξεις και θεωρητικές πολιτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις, που είχαν μεγάλη σημασία για τον προσανατολισμό του κινήματος, στο Γραφείο της ΟΜΛΕ που βρίσκεται στο εξωτερικό. Το διάστημα 1967-69 ήταν το μοναδικό που ο Γιάννης Χοντζέας είχε την αποκλειστική ευθύνη της καθοδήγησης της οργάνωσης. Το ότι τότε τέθηκαν οι βάσεις για την ουσιαστική συγκρότηση μιας μαρξιστικής-λενινιστικής οργάνωσης, ότι κατόρθωσε και στήθηκε μηχανισμός κι αντιμετωπίστηκε ένα δύσκολο κλίμα που κυριάρχησε αμέσως μετά την επιβολή του πραξικοπήματος, ότι δόθηκαν σαφείς υποδείξεις για το τι πρέπει να γίνει σε περίπτωση χτυπήματος, ότι τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη κινήματος των ελλήνων που ζούσαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και έγιναν επαφές με τους μαρξιστές-λενινιστές στις ανατολικές χώρες, αλλά και το ότι γράφτηκαν ή μεταφράστηκαν μια σειρά από βασικά κείμενα (που πολλά απ’ αυτά χάθηκαν), όλα αυτά αποτελούν μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Γιάννη Χοντζέα στο μ-λ κίνημα.
Αφήνεται ελεύθερος το 1972. Επιστρέφει στην Αθήνα και παρά το γεγονός ότι προσπαθεί να αποκτήσει επαφή με την οργάνωση, κάτι τέτοιο δε γίνεται δυνατό. Συλλαμβάνεται πάλι μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Οδηγείται στην Ασφάλεια, στη συνέχεια στη σχολή αστυφυλάκων στο Μπογιάτι, και τέλος εξορίζεται στη Γιάρο μέχρι την πτώση της χούντας.
Όλη την επόμενη περίοδο συμμετέχει στο κίνημα και παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις χωρίς να συμμετέχει –για διάφορους λόγους- από το 1975 στην καθοδήγηση της ΟΜΛΕ και αργότερα του ΚΚΕ (μ-λ). Το 1976 θα δικαστεί για περιύβριση αρχής ως συντάκτης μιας προκήρυξης της ΟΜΛΕ σχετικής με τα γεγονότα της απεργίας των οικοδόμων τον Ιούλη του 1975. Γράφει μια σειρά πολιτικά και ιδεολογικά κείμενα που συνήθως είτε αποσιωπούνται είτε χρησιμοποιούνται κατά βούληση και κατά περίσταση. Η απομάκρυνση από τις ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις που είχαν διατυπωθεί από το Γιάννη Χοντζέα από την προδικτατορική περίοδο εως τις αρχές του 1980, στάθηκε αιτία –κατά την άποψή μας- για την κρίση και τη διαλυτική πορεία του πρώτου σταδίου του μ-λ κινήματος στη χώρα μας.
Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του ο Γιάννης Χοντζέας θα αφιερωθεί σε μια πολύτιμη δουλειά. Σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο ακτιβισμός, ο εμπειρισμός, ο δογματισμός και η προσκόλληση σε πρότυπα, επιλέγει έναν άλλο δρόμο. Θεωρεί ότι η αρχή μιας νέας προσπάθειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς την μελέτη και την εξαγωγή συμπερασμάτων γύρω από κομβικά ζητήματα, όπως η διεθνής πραγματικότητα, και η πείρα του κομμουνιστικού κινήματος. Όπως έλεγε ο ίδιος ο «κρίκος» από τον οποίο θα εξαρτιόταν μια νέα προσπάθεια, ήταν ο ιδεολογικός με την έννοια ότι έπρεπε να γίνει μια ουσιαστική σε βάθος και μεγάλη σε έκταση δουλειά, να απαντηθούν τα κομβικά προβλήματα. Αυτός ήταν ο μοναδικός δόμος για να υπερνικηθεί η διάλυση και να μπουν τα θεμέλια μιας νέας αρχής. Και έπεσε όπως πάντα με τα μούτρα στη δουλειά. Για μια και πάνω δεκαετία μελέτησε, έγραψε και μετέφρασε ένα τεράστιο υλικό γύρω από την καπιταλιστική κρίση και την αναδιάρθρωση, γύρω από το κομμουνιστικό κίνημα και τις μεταβατικές κοινωνίες. (Ένα μέρος της δουλειάς αυτής εκδόθηκε με το βιβλίο «Το “τέλος” του κομμουνισμού»).
Μέχρι το θάνατό του, το 1994, συμβάλλει αποφασιστικά στη συγκρότηση της πολιτικής ομάδας Α/συνέχεια και την ιδεολογική – πολιτική της φυσιογνωμία. Έγραψε και συζήτησε μια σειρά από βασικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν από τις εκδόσεις Α/συνέχεια ή στο πολιτικό δελτίο. Έγραψε επίσης μια σειρά από προγραμματικά κείμενα που χρησίμευσαν και χρησιμεύουν ακόμα σε μια σειρά από εσωτερικές συζητήσεις. Το τελευταίο διάστημα, χτυπημένος από τον καρκίνο, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες υπαγόρευσε την άποψη για την κριτική εκτίμηση του μ-λ κινήματος στην Ελλάδα, που δημοσιεύτηκε σε μια επανέκδοση επιλεγμένων κειμένων της «Αναγέννησης». Το τελευταίο του παράπονο ήταν ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει άλλο. Έμοιαζε να μη συγχωρεί τον εαυτό του που έφευγε, αναγκαστικά, από τη γραμμή.


Στα πάνω από 50 χρόνια συνειδητής δράσης του βρέθηκε πάντα χωρίς να λογαριάσει κανένα κόστος στη σωστή όχθη. Αγωνίστηκε και πολέμησε όλο το καθεστώς της καταπίεσης και εκμετάλλευσης, τους ξένους κατακτητές και τους τοποτηρητές τους. Μπόρεσε να εξεγερθεί ενάντια στην προσαρμογή και τον εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος από τα χρόνια εκείνα που είχε ήδη γίνει κατάσταση κι όχι μετά το ’90. συνέδεσε το όνομα του και τη δράση του με ότι πιο δημιουργικό, βαθύ, ουσιαστικό είχε να δώσει το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα στη χώρα μας. Για 15 και πάνω χρόνια, τα τελευταία της ζωής του μελετά τη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, την αναδιάρθρωση σε Δύση και Ανατολή, προσπαθεί να θέσει τις βάσεις για μια «γενική προετοιμασία» για ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα. Όπως έδειξε σε όλη του τη ζωή ήταν βαθιά επαναστάτης και είχε αυτή την καταπληκτική δύναμη να ξαναρχίζει από την αρχή κάθε φορά που αυτό ήταν αναγκαίο.
Ο Γιάννης Χοντζέας ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν άποψη, που έχουν βαθιές πεποιθήσεις. Η συγκρότησή του είναι τέτοια που δεν επιτρέπει διάσταση ανάμεσα στο θεωρητικό και το πολιτικό επίπεδο. Αν αυτά βρίσκονται σε διάσταση για καιρό σημειώνονται εκρήξεις, σημαντικές διαφωνίες, παρεκκλίσεις. Οι θεωρητικές του τοποθετήσεις δεν μπορούν παρά να έρχονται σε αντίθεση ή αντίφαση με τον τακτικισμό και το χειρισμό διαφόρων ζητημάτων, είτε για το «καλό του κόμματος» ή για τους αποκαλούμενους «τίμιους οπορτουνισμούς» που γίνονται τάχα για το καλό του κινήματος. Για το Γ. Χ. οι θεωρητικές και πραχτικές τοποθετήσεις πρέπει να βρίσκονται σε αξεδιάλυτη ενότητα ή να πασχίζουν για την ανταπόκριση αυτής της απαίτησης όταν ο όροι δεν το καθιστούν εφικτό. Δεν ενέχεται όμως τη θεωρητικοποίηση της αναντιστοιχίας θεωρητικών και πολιτικών επιπέδων, είναι σε διαρκή πόλεμο με την οπορτουνιστική άποψη «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός δεν έχει σημασία», είναι σε πόλεμο με τον πολιτικαντισμό, τον τακτικισμό (όλους τους «αιλουροειδείς» όπως τους ονόμαζε), την προσαρμογή στην αστική πολιτική, την απονεύρωση όλων των βασικών στοιχείων του επαναστατικού μαρξισμού. Αυτές οι ιδιότητες –αν μπορούμε να τις αποκαλέσουμε έτσι- έκαναν τη συνύπαρξή του δύσκολη ή και αδύνατη με όσους δεν είχαν άποψη, χειρίζονταν τα ζητήματα, αδιαφορούσαν για τη στοιχειώδη θεωρητικο-πραχτική ανταπόκριση, ταλαντεύονταν διαρκώς, αναζητούσαν εύκολε λύσεις και «σταθερότητες» σε στιγμές που έπρεπε κανείς να κολυμπήσει στα βαθιά και να αναπτύξει μια ανεξάρτητη σκέψη. Με δυό λόγια ήταν εξαιρετικά δύσκολος για τους «δίπορτους».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, πριν ακόμα ξεκινήσει η μεγάλη αντιπαράθεση στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, ο Γ. Χ. έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κομμουνιστικό κίνημα χρειάζεται μια βαθιά επαναστατική ανανέωση. Έχει εκφράσει πολλές φορές την άποψή του και έχει προχωρήσει σε πολλές κριτικές πριν φτάσουμε στην περίφημη «στροφή» του 1956. πολλοί φαντάζονται ότι ο Γ. Χ. θα προσχωρήσει στη «νέα κατάσταση», αφού αυτός για χρόνια κρατούσε κριτική στάση σε πολλά ζητήματα. Ο ίδιος όμως αντιλαμβάνεται πως αυτή η «στροφή» δεν έχει καμιά σχέση με τη βαθιά ανανέωση του περιεχόμενου του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση της ιστορικής πείρας και των οριζόντων που ξανοίγονταν, αλλά αντίθετα σχετίζεται με το γκρέμισμα του επαναστατικού πνεύματος και των ηρωικών παραδόσεων και οδηγεί στον εκφυλισμό. Συνεπής όμως με την εκτίμησή του δεν ενδιαφέρθηκε για μια αποκατάσταση του παρελθόντος, δεν αντιμετώπισε το παρελθόν σαν κάτι υπεράνω κάθε κριτικής και χωρίς λάθη. Προχώρησε στη διαμόρφωση και προβολή μιας αντίληψης και μιας άποψης που προσπάθησε να διαποτίσει το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα της Ελλάδας.
Ο Γιάννης Χοντζέας ήταν μοναδική ηγετική φυσιογνωμία του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, που ξεχώρισε για το βάθος της σκέψης του και για τη διεισδυτική του ικανότητα στην εκτίμηση ιστορικών φάσεων και περιόδων. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η άποψη, η τοποθέτηση γύρω από σημαντικά και καίρια ζητήματα, είναι η διεισδυτική ματιά, και η αντοχή στο χρόνο διαφόρων τοποθετήσεών του. Αυτό τον ξεχώρισε, αυτό τον κατοχύρωσε στην συνείδηση του κόσμου που ακολούθησε τον δρόμο της πάλης ενάντια στο ρεβιζιονισμό, αυτό είναι το στοιχείο που του προσδίδει κύρος.
Όλη η ζωή του Γιάννη Χοντζέα ήταν μια επίμονη και επίπονη προσπάθεια σύνδεσης με την πραγματικότητα και τα βασικά προβλήματα της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος. Η ματιά του ήταν διεισδυτική γιατί έθεσε το στόχο να υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις την προσπάθεια σύνδεσης. Πάσχισε, μόχθησε, εμπνεύστηκε, θεώρησε τη ζωή του κομμάτι αυτής της προσπάθειας. Ήρθε επομένως αντιμέτωπος με πλήθος από διώξεις, κατατρεγμούς και σε σύγκρουση με θεωρίες, πόζες, καμώματα, ίντριγκες, διαστροφές, μαγαζακισμούς, υποκατάστατα κάθε λογής.
Ο Γιάννης Χοντζέας είναι ένας μεγάλος κομμουνιστής, κύρια γιατί κατάφερε, με πολύ κόπο και προσπάθεια και σε μεγάλο βαθμό μόνος του, να αναμετριέται με τα ζητήματα και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι κομμουνιστές και το κίνημα τους. Το έργο του είναι στην ουσία και κατά βάση ενιαίο. Δεν μπορεί να διαχωριστεί, να κρατήσει κανείς ότι θέλει και το υπόλοιπο να το αγνοήσει, ή να νιώθει ότι δεν χρειάζεται καν να τοποθετηθεί γι’ αυτό. Η ουσία της άποψής του έχει διαμορφωθεί από τα χρόνια του ’50-’60. Σε καμιά στιγμή του έργου και της ζωής του δεν φαίνονται ασυνέχειες όσο αφορά την άποψή του. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη της σύγχρονης πραγματικότητας, ιδιαίτερα της κρίσης και της αναδιάρθρωσης και εξετάζει όλα αυτά σε στενή συνάρτηση με τις εκτιμήσεις για τη στενή σχέση που έχουν οι διαδικασίες αυτές με την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος.
Είναι μεγάλος κομμουνιστής γιατί κατόρθωσε να δει, να εκτιμήσει το κύριο και το βασικό στο σύγχρονο κόσμο, να εντοπίσει φάσεις και περιόδους που είναι αναγκαστικό να διανυθούν από το σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα. Η μεγάλη μάχη των τελευταίων 10 χρόνων του είναι αυτή που οδηγεί και στο συμπέρασμα, στο χαρακτηρισμό ότι υπήρξε ένας μεγάλος κομμουνιστής. Ο Γιάννης Χοντζέας δεν σκέπτεται με βάση τους όρους που δημιουργούνται στο έδαφος της ελλαδικής περίπτωσης. Στηρίζεται σε γενικές εκτιμήσεις για την πορεία του κόσμου και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το «υλικό» που συγκεντρώθηκε στα τελευταία 30 χρόνια (θεωρητικό, πολιτικό, οργανωτικό) δεν είναι ελλαδικό. Η ελλαδική πλευρά έχει τη σημασία της για τους κομμουνιστές της Ελλάδας αλλά τα προβλήματα είναι γενικότερα. Επομένως σε κάθε γωνιά του πλανήτη τα ζητήματα του κομμουνιστικού προγράμματος είναι στην πρώτη γραμμή. Οι όροι για τη θεωρητική και κυρίως πραχτική δοκιμασία των όποιων πορισμάτων, θέσεων φυσικά και ποικίλλει από χώρα σε χώρα, από περιοχή σε περιοχή. Όμως το στάδιο της αναγκαίας «εκκαθάρισης λογαριασμών» με το παρελθόν και της «καθόδου» σε βάθος στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν μπορεί να υπερπηδηθεί. Όπου επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, η ίδια η πραγματικότητα τιμώρησε τέτοια «άλματα».